www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Σιναϊτικός ησυχασμός

Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο ησυχασμός βιώθηκε κυρίως τον 14ον αιώνα στο Άγιον Όρος και εκφράστηκε από τον μεγάλο αγιορείτη άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Είναι αλήθεια ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μίλησε πολύ για τον ησυχασμό και ουσιαστικά κατετρόπωσε τον Βαρλαάμ και τους άλλους φιλοσόφους, που ήταν αντιησυχαστές και αλλοίωναν την ορθόδοξη διδασκαλία πάνω στο θέμα αυτό, αλλά όμως εξ ίσου είναι αλήθεια ότι ο ησυχασμός, είναι η σπονδυλική στήλη όλης της ορθόδοξης θεολογίας, αφού όλοι οι άγιοι Πατέρες ήταν ησυχαστές. Ησυχία είναι η προσπάθεια να καθαρίση κανείς την καρδιά από τα πάθη, να ελευθερώση τον νού από την τυραννία της λογικής, των παθών και του περιβάλλοντος και να τον στρέψη στον Θεό. Ησυχία είναι "η διαμονή εν Θεώ".
Επομένως, η ησυχία βιώθηκε από όλους τους αγίους, που αγωνίζονταν να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή τους ζωή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συστηματοποίησε περισσότερο αυτήν την ησυχαστική κίνηση, που είναι η μόνη μέθοδος για να φθάση ο άνθρωπος στην ένωσή του με τον Θεό.
Όπως είδαμε προηγουμένως, στον σιναϊτικό χώρο έζησαν πολλοί ασκητές, που βίωσαν τον ησυχασμό σε όλο του το βάθος. Επειδή όμως καθιερώθηκε να λέγεται ότι ησυχία είναι και η ειδική εκείνη μέθοδος δια της οποίας ο νούς ελευθερώνεται από την υποδούλωσή του στην λογική, τα πάθη και το περιβάλλον, γι’ αυτό θα δούμε αναλυτικότερα ότι και στον σιναϊτικό χώρο βιώθηκε αυτή η μορφή του ησυχασμού. Θα αρκεστώ μόνον σε δύο μεγάλες πατερικές και ασκητικές μορφές, τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τον συγγραφέα της Κλίμακος, και τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, οι οποίοι επηρέασαν όλη την μοναχική παράδοση.
α) Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
Η μορφή και η διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όλη την ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι ο άγιος Ιωάννης αφ’ ενός μεν εξέφρασε την παράδοση που βρήκε στην εποχή του και που ο ίδιος έζησε μέσα σε μεγάλη άσκηση, αφ’ ετέρου δε επηρέασε την μεταγενέστερη μοναχική πολιτεία. Αυτό δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι η Εκκλησία καθιέρωσε να εορτάζεται η μνήμη του την Μ. Τεσσαρακοστή, και μάλιστα την Δ’ Κυριακή των Νηστειών, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί πρότυπο κάθε μοναχού, αλλά και κάθε Χριστιανού στην πορεία προς την κατά Χάριν θέωσή του.
Τον βίο του οσίου Ιωάννου συνέγραψε ο μοναχός Δανιήλ, αδελφός της Ιεράς Μονής Ραϊθού, που είναι και σύγχρονος του οσίου Ιωάννου, γι’ αυτό και ο βίος του είναι αυθεντικός. Σ’ αυτόν βλέπουμε και ποιά ήταν η επίδραση της μορφής του στους συνασκητάς του53.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έζησε τον ΣΤ’ αιώνα και ασκήτευσε ησυχαστικά στην έρημο του Σινά. Κατ’ αρχάς εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Μετά όμως την κοίμηση του Γέροντός του συνέχισε την άσκησή του σ’ ένα σπήλαιο πλησίον της Μονής. Σε προχωρημένη ηλικία έγινε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Θεοβαδίστου όρους Σινά. Οι συναθλητές του τον θαύμαζαν και τον θεωρούσαν "νεοφανή τινα Μωϋσέα", γιατί, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε επάνω στο Σινά, εισήλθε μέσα στον γνόφο και παρέλαβε την θεία νομοθεσία, έτσι και ο όσιος Ιωάννης ανέβηκε και αυτός στο Όρος "καί τον άδυτον υπελθών γνόφον, την θεοτύπωτον δέχεται νομοθεσίαν και θεωρίαν βαθμίσι νοεραίς αναβιβαζόμενος"54. Όπως ο Μωϋσής καθοδήγησε τους Ισραηλίτας, έτσι και ο νέος αυτός Μωϋσής οδηγούσε τους νέους Ισραηλίτας, τους μοναχούς. Υπάρχει όμως ένα σημείο στο οποίο ο όσιος Ιωάννης υπήρξε ανόμοιος με τον Μωϋσή. Ο Μωϋσής δεν μπόρεσε να εισέλθη στην κάτω Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ιωάννης εισήλθε στην άνω Ιερουσαλήμ. Διαβεβαιώνεται δε ότι "εσώθησάν τε πολλοί, και εισέτι νυν σώζονται"55.
Η θεοτύπωτος αυτή νομοθεσία, την οποία δέχθηκε ο όσιος Ιωάννης από τον Θεό και την εξέθεσε στον νέο λαό Του, είναι τα όσα γράφονται στο πνευματικότατο εντρύφημά του που λέγεται Κλίμαξ και αποτελεί την σύνοψη της μοναχικής πολιτείας. Η Κλίμαξ είναι ένα διαμάντι της ασκητικής γραμματείας, ένας πολύτιμος θησαυρός για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Με λιτούς λόγους, με συνοπτικές εκφράσεις εκθέτει όλη την πορεία του ανθρώπου προς την θέωση.
Η θεματολογία του βιβλίου αυτού είναι ισορροπημένη και αποδεικνύει τον συγγραφέα του μεγάλο θεολόγο της Εκκλησίας. Αρχίζει από την αποταγή, προχωρεί στην απροσπάθεια, την ξενιτεία, την υπακοή, την μετάνοια, την μνήμη του θανάτου και το χαροποιό πένθος. Στην συνέχεια κάνει βαθειά διείσδυση στον κόσμο των παθών και προχωρεί στην έκθεση των αρετών. Καταπληκτικά είναι τα δύο κεφάλαια στα οποία ομιλεί "περί διακρίσεως, λογισμών, και παθών και αρετών". Προς το τέλος η Κλίμακα παρουσιάζει τις τελειότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής.
Η διάταξη αυτής της θεματολογίας είναι εκφραστική, δείχνει ότι δεν μπορεί κανείς να ομιλή για την πνευματική ζωή αν δεν αρχίση από την αποταγή, την απροσπάθεια και την ξενιτεία με όλο τον δυναμικό της χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η υπακοή, ο πολύμορφος αγώνας εναντίον των παθών, η προσευχή και η έλλαμψη, η θεωρία του Θεού και η θεολογία δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αν δεν προηγηθή αυτή η αποταγή. Μελετώντας κανείς προσεκτικά το βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, δεν θα βρη κανένα κενό από όπου μπορεί να εισδύση η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Όλες οι κρυφές πλευρές της πνευματικής ζωής παρουσιάζονται ξεκάθαρα και ολοκληρωμένα. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι βαθύς ανατόμος της ψυχής του ανθρώπου, αφού γνωρίζει όλες τις βαθύτατες λεπτομέρειες της πνευματικής ζωής. Και γι’ αυτό είναι κρίμα που δεν γνωρίζουμε στο βάθος το βιβλίο αυτό. Αν είχαμε γνώση του, δεν θα χρειαζόμασταν καμμία μέθοδο ψαχαναλύσεως και ψυχοθεραπείας.
Θα ήθελα όμως να περιορίσω τον λόγο στην διδασκαλία του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου περί ησυχίας, προσευχής και ελλάμψεως για να φανή ότι στο όρος Σινά καλλιεργήθηκε από παλαιά η ησυχαστική παράδοση.
Μιλώντας για την ησυχία λέγει ότι ησυχαστής είναι "ο το ασώματον εν σωματικώ οίκω περιορίζειν φιλονεικών"56. Ησυχία είναι όταν ο νούς επιστρέφη από την διάχυσή του μέσα στην καρδιά, η οποία είναι ο πραγματικός του οίκος. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται και ησυχία σώματος και ησυχία ψυχής. Η ησυχία του σώματος είναι η επιστήμη των ηθών και των αισθήσεων, ενώ η ησυχία της ψυχής είναι η επιστήμη των λογισμών57. Ο ησυχαστής που εξέρχεται από το κελλί του από ανάγκη, είναι σαν να μην εξέρχεται, γιατί είναι ήπιος, οίκος αγάπης, δυσκίνητος προς τον λόγο και ακίνητος προς τον θυμό58. Ησυχαστής είναι εκείνος που συνεχώς βοά: "ετοίμη η καρδία μου ο Θεός", και λέγει: "εγώ καθεύδω και η καρδία μου γρηγορεί"59.
Μιλώντας για την ησυχία ο άγιος Ιωάννης γνωρίζει και την πλάνη, γι’ αυτό και συχνά κάνει υπέροχες παρατηρήσεις για την διάκριση των ησυχιών. Και εδώ φαίνεται η πνευματική σοφία των αββάδων του Σινά και όλων των οσίων ασκητών, οι οποίοι γνωρίζουν και τις μεθοδείες του διαβόλου και έτσι ξεχωρίζουν την αλήθεια από την πλάνη.
Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ησυχασμός είναι η θεολογική εκείνη κίνηση στην οποία γίνεται λόγος για τους ειδικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται για την συνέλιξη του νού στην καρδιά. Αυτό δεν είναι εφεύρημα των νεωτέρων πατέρων, αλλά είναι εντεταγμένο οργανικά στην παράδοση της Εκκλησίας.
Κάνοντας λόγο για την νοερά προσευχή ο άγιος Ιωάννης, αναφέρεται στην ευχή του Ιησού και την ένωση της ευχής με την αναπνοή. Αναφερόμενος στο όνομα του Ιησού λέγει: "Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους, ου γαρ εστιν εν τω ουρανώ και επί της γης ισχυρότερον όπλον"60. Πάντοτε ο άνθρωπος πρέπει να έχη μνήμη θανάτου και ευχή. "Μνήμη θανάτου συγκοιμηθήτω σοι, και συναναστήτω σοι, και μονολόγιστος Ιησού ευχή, ουδέν γαρ ευρήσεις ως ταύτα βοηθήματα εν τω ύπνω"61. Δηλαδή, είναι δυνατόν κανείς και κατά την διάρκεια του ύπνου να διακατέχεται από την μνήμη του θανάτου και την μονολόγιστη ευχή. Όμως, εκεί που φαίνεται εκφραστικότερα ότι ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γνώριζε πολύ καλά την ησυχαστική μέθοδο συγκεντρώσεως του νού δια της ευχής, είναι ένα καταπληκτικό χωρίο στο οποίο ο νέος αυτός Μωϋσής συνιστά: "Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου, και τότε γνώσει ησυχίας ωφέλειαν"62.
Η εσωτερική αυτή προσευχή δημιουργεί μεγάλη κατάνυξη και από αυτήν προχέονται δάκρυα. Λέγει ότι γνώρισε μερικούς να εξασκούνται στην υπακοή, αλλά συγχρόνως και να μην αμελούν "τής κατά νουν μνήμης Θεού". Και αυτοί όταν στάθηκαν στην προσευχή αμέσως συγκεντρώθηκε ο νούς τους, "κρουνηδόν δάκρυα προχέοντας"63. Τα δάκρυα είναι ένδειξη ότι ο νούς ενώθηκε με την καρδιά, γι’ αυτό και οι ασκητές δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτά. Η προσευχή που γίνεται στην καρδιά είναι πυρ πόθου. Δια του πυρός αυτού αναλαμβάνεται η προσευχή στον ουρανό και τότε γίνεται κατάβαση του άλλου πυρός, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος64.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης εντεταγμένος μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση θεωρεί ότι η πνευματική ζωή δεν είναι μια ξηρά ηθική ζωή, δεν είναι μια εξωτερική τήρηση των εντολών του Θεού, αλλά κατάσταση που εμπνέεται από τον θείο έρωτα. Χρησιμοποιεί δύο εικόνες για να δείξη αυτήν την ζωντανή σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Η μία εικόνα είναι του ερωμένου. "Μακάριος, όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτού ερωμένην κέκτηται". Η δεύτερη εικόνα είναι η μεγάλη αγάπη της μητέρας που θηλάζει το παιδί της. "Ουχ ούτω μήτηρ υπομαζίω παιδί, ως αγάπης υιός τω Κυρίω προσκολλάσθαι πέφυκε πάντοτε"65. Αναφερόμενος δε στο γνωστό χωρίο του Άσματος Ασμάτων λέγει ότι τέτοιος είναι ο έρωτας του ανθρώπου, που αγαπά τον Θεό και βρίσκεται στην κατάσταση της νοεράς προσευχής, ώστε το σώμα του καθεύδει "διά την χρείαν της φύσεως", ενώ η καρδιά αγρυπνεί "διά το πλήθος του έρωτος"66. Και με αυτόν τον λόγο ο άγιος Ιωάννης εκφράζει μια παλαιά ησυχαστική παράδοση, κατά την οποία ο νούς του ανθρώπου, που αποδεσμεύεται από την εξάρτηση στις αισθήσεις και ευρίσκεται στην καρδιά, προσεύχεται αδιάλειπτα, έστω κι αν ακόμη ο άνθρωπος κοιμάται. Αυτή, άλλωστε, είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου και αυτός είναι ο φυσικός άνθρωπος.
Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, η νοερά καρδιακή προσευχή δεν είναι μια ανθρωπιστική κατάσταση, δεν είναι ενέργεια του ανθρώπου, αλλά ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Όταν κάνουμε λόγο για έλλαμψη, δεν εννοούμε την έλλαμψη της λογικής, αλλά την έλλαμψη του νοός, που γίνεται με την ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Γράφει κάπου ο άγιος: "Έλλαμψίς εστιν, άρρητος ενέργεια, νοουμένη αγνώστως και ορωμένη αοράτως"67. Ο άγιος Ιωάννης είναι και δογματικά ακριβολόγος, γιατί εδώ, όπως φαίνεται καθαρά, αναφέρεται στην διάκριση μεταξύ ακτίστου ενεργείας και ακτίστου ουσίας του Θεού. Ο άνθρωπος μετέχει της ακτίστου ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του, που παραμένει άγνωστη και αόρατη. Οράται η ενέργεια, όχι όμως και η ουσία του Θεού.
Η θεολογία του αγίου Ιωάννου είναι αυθεντική, γιατί ομιλεί για υψηλές καταστάσεις της πνευματικής ζωής, περί θείου έρωτος και ελλάμψεως, αλλά τις εντάσσει μέσα σε ορθόδοξα παραδοσιακά πλαίσια, που είναι η υπακοή και η μετάνοια, ο αγώνας για την κάθαρση της καρδιάς. Η περιγραφή του τόπου των μετανοούντων που κάνει, που είναι ένα από τα καταπληκτικότερα σημεία της Κλίμακος, δείχνει το υπόβαθρο του θείου έρωτος και της θείας ελλάμψεως. Γνωρίζει καλά την πράξη και την θεωρία και ότι πρέπει οπωσδήποτε της θεωρίας να προηγηθή η πράξη. Η αρχή της Κλίμακος είναι η αποταγή και το τέλος της είναι η αγάπη που έχει διαρκή εξέλιξη και ανάβαση. Είναι χαρακτηριστική η επίτομος προτροπή που κάνει: "Αναβαίνετε, αναβαίνετε, αδελφοί, αναβάσεις προθύμως εν καρδία διατιθέμενοι"68.
Μέσα στα πλαίσια αυτά βλέπει την ορθόδοξη θεολογία ο άγιος Ιωάννης. Η αρχή της αγάπης είναι η αύξηση του φόβου και το τέλος της αγνείας είναι η υπόθεση της θεολογίας. Εκείνος που ενώνει τελείως τις αισθήσεις με τον Θεό μυσταγωγείται τους λόγους από Αυτόν και γίνεται θεολόγος. Εκείνος που δεν γνωρίζει τον Θεό, δια της προσωπικής εμπειρίας, "στοχαστικώς αποφθέγγεται"69. Όσοι θέλουν να μάθουν το θέλημα του Κυρίου, "τό εαυτών πρότερον θανατώσαι κεχρεωστήκασι"70.
Η ουρανοδρόμος Κλίμαξ του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου διδάσκει τον ησυχασμό σε όλες του τις εκφάνσεις και συγχρόνως παρουσιάζει όλα τα μυστικά μονοπάτια, καθώς επίσης και τις πλάνες που τυχόν δημιουργούνται για να παραπλανήσουν τον άνθρωπο στην ιερά αυτή πορεία. Είναι θησαυροφυλάκιο της παραδόσεώς μας, γι’ αυτό και χρεωστούμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο άγιον όρος του Σινά, που εξέθρεψε τέτοιες πατερικές μορφές και αγιάστηκε από αυτές.
β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης γεννήθηκε στα μέσα του δεκάτου τρίτου αιώνος στην Κούκουλον των Κλαζομενών. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, όπου έζησε ασκητική ζωή, γι’ αυτό έλαβε και το όνομα Σιναΐτης. Μετά ησύχασε στους Καλούς Λιμένας της Κρήτης, όπου γνώρισε έναν Κρητικό μοναχό, ονόματι Αρσένιο, "ο οποίος του εδίδαξε την ψυχοτεχνική μέθοδο της καρδιακής προσευχής, με το ελαφρό κράτημα της αναπνοής"71. Ύστερα ήλθε στο Άγιον Όρος, όπου βρήκε πολλούς αξίους μοναχούς που καλλιεργούσαν την πρακτική αρετή, αλλά ήταν αμύητοι εις "τήν τήρησιν νοός και ησυχίας ακρίβειαν και θεωρίαν". Μόνο στην Σκήτη του Μαγουλά, επάνω από την Μονή του Φιλοθέου, υπήρχαν τρεις ασκητές, ονομαζόμενοι Ησαΐας, Κορνήλιος και Μακάριος, που ησχολούντο "μικρόν και περί το θεωρητικόν"72. Έχοντας ιερό ζήλο ο άγιος Γρηγόριος άρχισε να διδάσκη όχι μόνον τους ησυχαστάς, αλλά και τους κοινοβιάτας "περί νήψεως και φυλακής νοός και νοεράς προσευχής"73.
Ο άγιος Γρηγόριος ζούσε όλο το ησυχαστικό κλίμα αυτής της παραδόσεως στο Σινά και αργότερα στην Κρήτη, αλλά, όπως παρατηρεί ο Καθηγητής Χρήστου, είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι ο ησυχασμός μεταφέρθηκε από το Σινά στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, ο άγιος Γρηγόριος συνετέλεσε πολύ στην διάδοση αυτής της μεθόδου της νοεράς ησυχίας74 και στο Άγιον Όρος και εκτός αυτού, αφού ίδρυσε τρεις Λαύρες στα παρόρια της Μακεδονίας και δίδασκε ακόμη και τον λαό. Μαθητής του υπήρξε ο Κάλλιστος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως75.
Δεν είναι εύκολο να παρουσιάσουμε συνοπτικά όλη την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου για την πνευματική ησυχαστική ζωή. Γεγονός είναι ότι όταν διαβάζη κανείς τα σωζόμενα έργα του, διαπιστώνει ότι συνδέει στενώτατα την πρακτική ζωή, δηλαδή την μετάνοια, το πένθος και την εργασία των εντολών του Θεού, με την θεωρητική ζωή, δηλαδή την έλλαμψη του Θεού και την θεωρία του ακτίστου Φωτός. Ομιλεί περί των παθών, αλλά παρουσιάζει και το ύψος της πνευματικής τελειώσεως. Σε πολλά κεφάλαιά του γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των ενεργειών του διαβόλου και των ενεργειών του Θεού. Δεν ελλείπουν όμως και οι δογματικές τοποθετήσεις για την πρώτη κατάσταση του ανθρώπου στον Παράδεισο, για το τί ήταν ο Παράδεισος, και για τα υποστατικά ιδιώματα του Θεού. Έτσι αποδεικνύεται με όλα τα γραπτά του ότι ήταν ένας καθολικός θεολόγος, που δείχνει ποιός είναι ο ακραιφνής θεολόγος μέσα στην Εκκλησία.
Από την διδασκαλία του θα περιοριστώ στον εντοπισμό μερικών σημείων που με ενδιαφέρουν στο θέμα μου, που είναι η ησυχαστική παράδοση στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου.
Αρχή της προσευχής είναι η ενέργεια, δηλαδή "η καθαρτική του πνεύματος δύναμις και η μυστική του νοός ιερουργία". Μεσότης είναι η φωτιστική δύναμη και θεωρία και τέλος η έκσταση και "αρπαγή του νοός προς Θεόν"76. Γεγονός είναι πάντως ότι η πορεία προς την θέωση γίνεται με την ενέργεια του Θεού, πού, όταν καθαρίζη τον άνθρωπο, λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη φωτιστική και όταν τον θεώνη θεοποιός.
Με την προσευχή ο νούς εισέρχεται μέσα στην καρδιά. Όμως, ενώ αυτή είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, εν τούτοις, λόγω των παθών και της αμελείας ο νούς είναι ακράτητος. Κανείς δεν μπορεί να περιορίση, να εξουσιάση τον νού, εκτός αν κρατηθή από το πνεύμα77. Μόνον με την ενέργεια του Θεού ο νούς μπορεί να εισέλθη μέσα στον οίκο του, που είναι η καρδιά.
Δεν πρόκειται, βέβαια, για μια ανθρωποκεντρική εργασία, αλλά για την προσπάθεια του ανθρώπου να βρη την μυστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που έλαβε με το άγιο Βάπτισμα. Ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι υπάρχουν δύο τρόποι δια των οποίων μπορούμε να βρούμε την Χάρη του Βαπτίσματος. Ο πρώτος τρόπος είναι δια της τηρήσεως των εντολών του Θεού. Όσο κανείς τηρεί τις εντολές του Θεού τόσο και περισσότερο "εκλάμπει (η θεία Χάρις) τας οικείας μαρμαρυγάς". Ο τρόπος αυτός απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την ανακάλυψη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο άλλος τρόπος είναι δια της μνήμης του Θεού, που γίνεται "διά της επιστημονικής επικλήσεως συνεχούς του Κυρίου Ιησού". Δια του τρόπου αυτού σε συντομώτερο διάστημα αποκτούμε γνώση αυτής της πολιτείας. Βέβαια, απαιτείται υποταγή σε διακριτικούς γέροντες78.
Μιλώντας για επιστημονική μέθοδο επικλήσεως του ονόματος του Θεού αναλύει και τον πρακτικό τρόπο. Η προσευχή πρέπει να γίνεται το πρωί. Ο ασκητής πρέπει να κάθεται σ’ ένα χαμηλό σκαμνί, να περιορίση τον νού από την λογική στην καρδιά και να τον κρατήση εκεί. Να κλίνη προς τα εμπρός το σώμα του, να πονέση στο στήθος, στους ώμους και τον τράχηλο και συνεχώς να κράζη εσωτερικά την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελεησόν με"79.
Βέβαια, αυτός ο τρόπος συνιστάται για τους αρχαρίους και για την άσκηση του σώματος. Για την συγκέντρωση του νοός συνιστά και το κράτημα της αναπνοής80. Αυτό δεν είναι παράξενο, γιατί σε κάθε λεπτή εργασία ο άνθρωπος, για να συγκεντρώση τον νού του, κρατάει αυτομάτως την αναπνοή του, γιατί και η αναπνοή διαχέει τον νού και δεν τον αφήνει να συγκεντρωθή. Προτρέπει ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να αλλάζη τις επικλήσεις των ονομάτων από ραθυμία, αλλά να τα προφέρη "βραδέως δια την συνέχειαν". Άλλοι λέγουν ότι πρέπει να προφέρουν την ευχή δια του στόματος, άλλοι δια του νού. Ο άγιος λέγει ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται και οι δύο τρόποι, γιατί άλλοτε αδυνατεί να λέγη την ευχή ο νούς και άλλοτε το στόμα81.
Όταν ο νούς, δια της ενεργείας του Θεού, ενωθή με την καρδιά, συμβαίνουν πολύ λεπτές καταστάσεις και ο άνθρωπος αισθάνεται ενέργειες που είναι απόκρυφες για τους σαρκικούς ανθρώπους. Άλλοι βλέπουν φώς, άλλοι αισθάνονται έντρομη αγαλλίαση, άλλοι χαρά, άλλοι σύμμικτη χαρά και φόβο, άλλοι άρρητη συντριβή και πόνο της ψυχής, άλλοι αγάπη και ειρήνη, άλλοι αισθάνονται το σκίρτημα της καρδίας. Πολλές είναι οι ενέργειες της ευχής, ανάλογα με την κατάσταση του προσευχομένου. Για το σκίρτημα της καρδίας, δηλαδή το αγαλλίαμα, λέγει ότι εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Είναι το γαληνόμορφο, που λέγεται παλμός και στεναγμός, και το μεγάλο σκίρτημα της καρδίας, που είναι άλμα, ήτοι πήδημα και σκίρτημα της καρδίας82.
Μαζί με το σκίρτημα της καρδίας εμφανίζεται και η θερμότητα που φλογίζει τα πάθη και προκαλεί στην ψυχή ιλαρότητα ή χαρά προσφέροντας μια αδίστακτη βεβαιότητα και πληροφορία. Φυσικά, αυτή η αληθινή καρδιακή θέρμη ξεχωρίζεται σαφώς από την ενέργεια του διαβόλου83.
Ο άγιος Γρηγόριος προσφέρει την μαρτυρία ότι ο άνθρωπος του οποίου ο νούς εισέρχεται στην καρδιά και αναπτύσσεται η νοερά καρδιακή προσευχή, είναι αληθινός ιερεύς της θείας Χάριτος, αφού τότε μέσα στην καρδιά γίνεται η μυστική ιερουργία του Πνεύματος. "Ιερατείον πνευματικόν εστι προ της μελλούσης υπέρ νουν απολαύσεως, η νοερά του νοός ενέργεια, τον αμνόν μυστικώς εν αρραβώνι του Θεού εν τω της ψυχής θυσιαστηρίω και ιερουργούντος και μετέχοντος"84. Πρόκειται για μια μυστική ιερουργία που γίνεται στο θυσιαστήριο της καρδιάς. Και αυτό γιατί η νοερά προσευχή είναι κοινωνία και ενότητα με τον Θεό, και φυσικά είναι η ζωή του μέλλοντος αιώνος, που οι ησυχαστές Πατέρες αξιώνονται από τώρα να απολαύσουν. Αυτοί οι ησυχαστές είναι οι πραγματικοί ιερείς της θείας Χάριτος.
Με αυτά που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης εκφράζει όλη την ησυχαστική παράδοση, όπως την είδαμε στον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη και σε όλους τους αββάδες του όρους Σινά, που συνεχίζουν την ζωή του Προφήτου Μωϋσέως. Εκφράζει την εμπειρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως την συναντούμε στα κείμενα της Αγίας Γραφής. Είναι ουσιαστικά η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Αν σκεφθούμε ότι τα πνευματικά παιδιά του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου μετέφεραν την ησυχαστική αυτή ζωή στην Μακεδονία και τις προς Βορράν χώρες, την Σερβία, την Βουλγαρία κλπ., τότε καταλαβαίνουμε την προσφορά του όρους Σινά, αλλά και το ενιαίο της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το όρος Σινά είναι πραγματικά κεντρικό όρος τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Ο Προφήτης Μωϋσής πάνω σε αυτό είδε τον Θεό και μετέφερε τον Νόμο Του και το θέλημά Του στον λαό. Και ο νέος Προφήτης, ο Ιωάννης ο Σιναΐτης, μετέφερε τις νέες πλάκες της ασκητικής ζωής και έγινε πρότυπο του ορθοδόξου μοναχικού βίου. Στο όρος αυτό έζησαν πολλοί ασκητές, που βγήκαν από την χώρα της Αιγύπτου και πέρασαν στην έρημο της απαθείας. Ανεβαίνοντας στο όρος της θεοπτίας έγιναν άγια όρη του πνεύματος.
Πολλές φορές σε ασκητικά κείμενα, όπως έλεγα στην αρχή, το Σινά ονομάζεται Άγιον Όρος, αλλά και ποθούμενον όρος85. Είναι το ποθούμενον όρος του Χριστιανισμού.
Είναι όμως και τόπος εράσμιος. Ο άγιος Συμεώνης, πηγαίνοντας για να προσκυνήση στο Σινά, όπου παρουσιάσθηκε ο Θεός, έλεγε ότι αν και ο Θεός δεν μπορεί να περιορισθή σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, όμως εράσμιοι τόποι είναι και εκείνοι στους οποίους έζησαν οι εράσμιοι: "Επειδή τοις θερμώς ερώσιν ου μόνον οι ερώμενοι τριπόθητοι, αλλά και οι τόποι εράσμιοι οι την τούτων παρουσίαν και ομιλίαν δεξάμενοι"86. Και για μας το Σινά είναι πολυπόθητο και εράσμιο, ακριβώς γιατί αγιάστηκε από αγίους και ερασμίους ανθρώπους.
Το όρος Σινά, και γενικότερα ο σιναϊτικός χώρος, καθαρίστηκε από τους Πατέρας. Η άσκηση των Πατέρων είχε σαν συνέπεια να καθαριστή ο τόπος από τους δαίμονες. Αυτή είναι, θα λέγαμε, η οικολογική διάσταση της αγιασμένης ζωής των ησυχαστών ασκητών. Γι’ αυτό, όταν πλησιάζη κανείς το Σινά, όπως και κάθε εξαγιασμένο τόπο, ακούει πολύ δυνατά την προτροπή του οσίου Ιωάννου, του Ηγουμένου της Ραϊθού: "Μιμησώμεθα τους πατέρας ημών μετά ποίας σκληραγωγίας και ησυχίας εκάθησαν ώδε". Και ακόμη τον λόγο: "Μη ρυπώσωμεν τέκνα τον τόπον τούτον, όν οι πατέρες ημών εκαθάρισαν από δαιμόνων"87.
Ιανουάριος 1993
EΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Στα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου έχει υπογραμμισθή ότι η Ρωμηοσύνη δεν είναι ένα διανοητικό ιδεολόγημα, ούτε απλώς μια αναφορά στο παρελθόν, αλλά το αυθεντικό και αληθινό βίωμα, που το βιώνουν και σήμερα πολλοί άνθρωποι, που συντονίζονται σε αυτήν την συγκεκριμένη στάση ζωής.
Αυτόν τον τρόπο ζωής, που διαφέρει ριζικά από τον φράγκικο τρόπο ζωής τον έζησαν όχι μόνον στα Μοναστήρια και στους τόπους της ασκήσεως, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Φορείς και εκφραστές αυτού του τρόπου ζωής ήταν οι ομολογητές της πίστεως, οι άγιοι Πατέρες που έζησαν κοντά στον λαό και μας άφησαν ως υποθήκες τα συγγράμματά τους, οι μάρτυρες που έδωσαν την μαρτυρία και υπέστησαν το μαρτύριο για την δόξα του Θεού, οι όσιοι ασκητές που αγωνίστηκαν εναντίον των παθών και των σατανικών δυνάμεων, οι νεομάρτυρες κατά την Τουρκοκρατία, που συνετέλεσαν στην διατήρηση της αληθινής ζωής της Ρωμηοσύνης, και το μαρτύριό τους ήταν πραγματικάή εθνική εορτή για τους υποδουλωμένους Ρωμηούς. Στο έργο και την διδασκαλία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού και στον βίο και το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου του εν Éωαννίνοις μαρτυρύσαντος φαίνεται ακριβώς τί είναι η Ρωμηοσύνη.
Αν μελετήση κανείς προσεκτικά τον βίο και την κοινωνική ζωή των κατοίκων της Ελλάδος, της Μικράς Ασίας, του Πόντου της Θράκης του Λιβάνου, της Συρίας κλπ., θα διαπιστώση ότι οι άνθρωποι βίωναν έναν πολιτισμό του οποίου βάση δεν ήταν η λογική και το δικαίωμα, αλλά η καρδιά και το καθήκον. Ήταν αναπτυγμένη η φιλοθεΐα και η φιλανθρωπία. Το φιλότιμο και η αρχοντιά, η θυσία και η προσφορά, η αγάπη και η ελευθερία ήταν τα βασικά στοιχεία ζωής. Αυτό το βλέπουμε στους τελευταίους μεγάλους Γύροντες που ποίμαιναν τα ποίμνιά τους μέσα από τα πραγματικά γνωρίσματα της Ρωμηοσύνης, όπως είναι ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Αυτό μας φανερώνουν και οι λαξευτοί βράχοι της Καππαδοκίας, αλλά και όλος ο τρόπος ζωής των κατοίκων των περιοχών εκείνων. Ακόμη και οι Κρυπτοχριστιανοί δείχνουν τον χαρακτήρα της Ρωμηοσύνης, που δεν υποδουλώνονται ψυχικά ποτέ, έστω κι αν εξαναγκάζωνται να είναι υπόδουλοι σωματικά.
Πιστεύουμε ότι δεν εξέλειπε αυτός ο τρόπος ζωής από την καρδιά του Γένους μας, αφού και σήμερα τον ζουν πολλοί ανάμεσά μας. Η ποιμαντική μου διακονία, η επικοινωνία μου με πολλούς ανθρώπους του λαού μου έδειξε τί ακριβώς είναι η ρωμηοσύνη και ποιός είναι ο αληθινός Ρωμηός. Παλαιότερα έγραψα για δύο τέτοιες μορφές. Δεν είναι άσκοπο να παρουσιάσω μερικά από όσα περιέγραψα για τους δύο αυτούς Ρωμηούς.
Για τον ένα έγραψα:
«Ζυμωμένος με την Ελληνορθόδοξη Παράδοση, θρεμμένος με τα ήθη της λαϊκής ευσέβειας, μ’ έναν πόνο μα και συγχρόνως σε μια ηρεμία, μας θύμιζε την «πονεμένη Ρωμηοσύνη». Έξω από λογιωτατισμούς και διαλεκτικούς συλλογισμούς ζούσε αυθεντικά την κοινωνία με τον Θεό και τους αδελφούς του. Ζούσε υπαρξιακά τον «λαό του Θεού». Είχε βιώματα αυθεντικά, ατόφια, καθαρά. Από μέσα του έβγαινε ένα άρωμα εκκλησιαστικού ήθους. Γιατί ήξερε τί είναι Εκκλησία και ήξερε να σκορπάη συμπόνια σ’όλους. Εύρισκε φως, ζωή και τροφή στο δόσιμο, στην κένωση, στο κλάμα, στην υπέρβαση του εγώ. Έτσι, όταν τον πλησίαζες καταλάβαινες ότι μιλούσε την μητρική γλώσσα, που είναι η γλώσσα της Εκκλησίας.
Ταπεινός, απλός, ήρεμος, πράος, ειλικρινής, ανεξίκακος, γεμάτος αγάπη και συμπόνια, ευχαριστημένος από την πολυτάραχη ζωή του. Ο φόβος του Θεού συνεχώς τον διακατείχε και δεν τολμούσε να κάνη κάτι που δεν το ήθελε ο Θεός. Είχε καρδιά αρκετά ευαίσθητη, που συνελάμβανε τις πραγματικές κινήσεις του εχθρού».
Για την δεύτερη έγραψα, μεταξύ των άλλων:
«Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά και υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια και βοηθούσε και άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση. Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης.
Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος και μια χαρά, ένας σταυρός και μία ανάσταση. Μπορεί να πη κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους.
Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντηρήση την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξη τον κόσμο. Μπορεί να πη κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητος. Γι’ αυτό αγαπούσε και την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους, συγγενείς και αγνώστους. Γι’ αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους και όλο τον κόσμο. Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς και ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της ξεχύλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε και κουβέντιαζε με την καρδιά. Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία και γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία και ισορροπία. Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού και μπορούσε εύκολα να παρηγορήση τον κάθε πονεμένο. Αυτή που πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Και η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης και στοργικής καρδιάς.
Δεν ήξερε τί θα πη «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης και της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. Αγαπούσε και κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά και ήξερε να το εκφράζη. Και οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι’ αυτό φαινόταν και αυτές ωραίες. Πώς να ξεχάσης την θυσία και την προσφορά; Πώς να λησμονήσης την απλόχερη αρχοντιά;
Ζούσε μέσα στο Φως του Θεού, στο φως της αγάπης και της ελπίδας, της υπομονής και της καρτερίας, του πόνου και της χαράς. Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το Όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης. Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας».
Αυτά δείχνουν την αρχοντιά της Ρωμηοσύνης, που διασώζεται μέχρι σήμερα.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης που μας υπέδειξε την αξία της Ρωμηοσύνης, αλλά και έκανε έρευνες για να παρουσιάση την διαφορά μεταξύ του Ρωμηού και του Φράγκου, σκιαγραφεί παραστατικά την ουσία της Ρωμηοσύνης και την αξία του Ρωμηού. Θα παραθέσω σημαντικά κομμάτια χωρίς να τα αναλύσω.
«Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δεν χρειάζεται απολογητάς. Είναι απλώς αυτό που είναι. Το δέχεται κανείς ή το απορρίπτει. Δια τούτο τα παιδιά των Ρωμηών ή παρέμενον πιστοί και σκληροί Ρωμηοί ή εφράγκευον ή ετούρκευον.
Και σήμερον άλλοι παραμένουν Ρωμηοί, άλλοι όμως αμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, αγγλεύουν, δηλαδή γραικεύουν».
«Ο Ρωμηός ονειροπόλος και αφελής δεν είναι. Αλλά ουδέποτε γίνεται πνευματικώς ή σωματικώς δούλος του συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εις τα συμπεφωνημένα αλλά ιδεολογικώς αδέσμευτος.
Τούτο όμως δεν σημαίνει πάλιν ότι δέχεται μόνον τα ρωμαίϊκα και τίποτε το ξένον. Δέχεται ο,τιδήποτε το καλόν και το κάμνει ρωμαίϊκον. Όπως γίνεται σύμμαχος με όποιον συμφέρει εθνικώς, κατά τον ίδιον τρόπον αποκτά όλα όλα χρειάζονται από την σοφίαν των επιστημόνων του κόσμου, αλλά τα προσαρμόζει εις τον ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Ουδέποτε συγχέει τας θετικάς επιστήμας με τον πολιτισμόν, αφού γνωρίζει ότι και ο βάρβαρος δύναται να έχη ή να αποκτήση και να προαγάγη τας θετικάς επιστήμας, δια να χρησιμοποιήση αυτάς εις την υποδούλωσιν και καταστροφή των ανθρώπων.
Δια τούτο ο Ρωμηός γνωρίζει ότι είναι πνευματικός ηγέτης και εις αυτούς που είναι ως τεχνοκράται και ως οικονομική δύναμις ηγέται».
«Ναι μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτον πεποίθησιν εις την Ρωμηοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδοξος είναι και ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθετως αγαπά τους ξένους ουχί όμως αφελώς.
Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και όλας τας φυλάς και όλα τα έθνη χωρίς διάκρισιν και χωρίς προτίμησιν. Ο Ρωμηός γνωρίζει ότι η Ρωμηοσύνη του κατέχει την αλήθειαν και είναι η υψίστη μορφή των πολιτισμών. Αλλά κατανοεί άριστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά τον Ρωμηόν, όχι όμως περισσότερον από τους άλλους. Ο Θεός αγαπά τον κάτοχον της αληθείας αλλ’ εξ ίσου αγαπά τον κήρυκα του ψεύδους. Αγαπά τον άγιον, αλλ’ αγαπά εξ ίσου ακόμη και τον διάβολον.
Δια τούτο η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, και φιλότιμον και όχι κίβδηλος αυτοπεποίθησις, ιταμότης και εγωϊσμός. Ο ηρωϊσμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθής και διαρκής κατάστασις του πνεύματος και όχι αγριότης, βαρβαρότης και αρπακτικότης.
Οι μεγαλύτεροι ήρωες της Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων».
Πραγματικά, Ρωμηοί είναι οι μεγάλοι άγιοι που μετέχουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού και μέσα από αυτήν την μέθεξη αγιάζουν όλον τον τρόπο ζωής, προσωπικής και κοινωνικής, δημιουργούν πολιτισμό και αναπτύσσουν τις τέχνες, προσλαμβάνουν και τα νέα στοιχεία ζωής και τα εντάσσουν μέσα στον αυθεντικό τρόπο ζωής της Ρωμηοσύνης.
Θέλουμε να παραμείνουμε στην Ευρώπη ως Ρωμηοί για να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας και να βοηθήσουμε όσους Ευρωπαίους αναζητούν την Ρωμηοσύνη, της προ του Καρλομάγνου Ευρώπης.
Με αυτές τις προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε καλά ότι δεν ανήκουμε ούτε στην Ανατολή ούτε στην Δύση, αλλά ζούμε σε Ανατολή και Δύση, όντες Ρωμηοί στο φρόνημα και την ζωή.
«Η Ρωμηοσύνη θα χαθεί όντις ο κόσμος λείψει»
 


Κριτική στο βιβλίο ''Το μεγάλο ψέμα'' -- Α' ΜΕΡΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΦΙΛΟΣ


Κριτική στο βιβ ...
Περισσότερα >>
Κριτική στο βιβλίο ''Το μεγάλο ψέμα'' -- Β' ΜΕΡΟΣ
Πρώτα θα παραθέσουμε την αριστερή του στήλη,  ...
Περισσότερα >>