www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ''Μνησικακία-Καταλαλιά-Φιλαργυρία-Συκοφαντία''

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ

ΚΑΠΟΙΟΣ σοφός Πατήρ θεωρεί τήν μνησικακία σάν τό χειρότερο καί τό πιό βασανιστικό πάθος, πού μπορεί νά φωλιάζη στην ψυχή τοΰ ανθρώπου.
Ό κλέφτης, μας λέγει, ό ψεύτης ή οποιοσδήποτε άλλος αμαρτωλός, άφοΰ διάπραξη τήν αμαρτία, εύκολα μετανοεί, μέμφεται τόν εαυτό του, στενάζει καί κλαίει και διορθώνεται. Ό μνησίκακος  όμως, εϊτε τρώγει, εϊτε κοιμάται, εϊτε περπατεϊ,
κατατρώγεται από τήν μνησικακία, σάν νά έχη μέσα του δηλητήριο. Οϋτε όταν προσεύχεται τόν αφήνει ήσυχο. Αυτή μεταβάλλει τήν ευχή του σέ κατάρα. Όλοι οί κόποι τοΰ μνησίκακου είναι άσκοποι. Κι' άν ακόμα χύση τό αίμα του γιά τόν Χριστό, ό Βασιλεύς της αγάπης δεν τόν δέχεται στά ουράνια
σκηνώματα Του.
***
ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ πάθος της μνησικακίας απογυμνώνει τήν ψυχή άπό τή θεία Χάρι κι' αφήνει πτώμα οικτρό και τόν πιό ενάρετο άνθρωπο. Νά τι διαβάζομε στά παλαιά μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας:
"Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ό Νικηφόρος, ζοΰσε σέ κάποια πόλι της Ανατολής στά χρόνια τοΰ Αύτοκράτορος Ούαλεριανού. Στήν ίδια πόλι έμενε καί κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ιερεύς, ό Σαπρίκιος. Οί δυό τους είχαν συνδεθή μέ στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ό Νικηφόρος, σάν νεώτερος, έσέβετο και ύπήκουε τόν Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι αγαπούσε και συμβούλευε τό νέο. Άλλ' ό διάβολος, πού φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα τους καί διέλυσε τήν ωραία φιλία τους. Ό Σαπρίκιος, ξεχνώντας πώς ήταν υπηρέτης τοϋ πράου καί άνεξίκακου Ίησοϋ, τόσο πολύ έμίσησε τόν Νικηφόρο, πού δεν ήθελε νά τόν ιδή στά μάτια του. Πολλές φορές ό αγαθός νέος προσπάθησε νά πλησίαση τόν παλιό του φίλο γιά νά τοΰ ζητήση συγγνώμη. Έβαλε κι' άλλους μεσίτες γιά νά συνδιαλλαγοϋν. Μά ολα πήγαιναν χαμένα μπροστά στήν πείσμονα άρνησι τοΰ Ιερέως.
Ακριβώς τότε ξέσπασε διωγμός μεγάλος εναντίον των χριστιανών σ' όλη τήν Ανατολή. Μεταξύ των πρώτων, στήν πατρίδα τοϋ Νικηφόρου καί τοΰ Σαπρικίου, έπιασαν τόν Ιερέα Σαπρίκιο καί τόν βασάνισαν γιά ν' άρνηθή τήν πίστι του και νά θυσιάση στά είδωλα. Στήν αρχή εκείνος ύπέμεινε μέ γενναιότητα τά μαρτύρια, ώμολόγησε μέ θάρρος τήν άφοσίωσί του στό Χριστό καί τέλος κλείσθηκε στή φυλακή ώσπου ν' άποφασίση ό Έπαρχος της πόλεως του μέ πιό τρόπο θά τόν έθανάτωνε.
Ό Νικηφόρος παρακολουθούσε μέ αγωνία τίς δοκιμασίες τοϋ φίλου του κι' όταν τόν κλείσανε στή φυλακή, έδωσε πολλά χρήματα στό δεσμοφύλακα, γιά να τόν άφήση νά ίδή τόν χριστιανό Ιερέα. Σάν βρέθηκε κοντά του, έπεσε στά πόδια του καί μέ θερμά δάκρυα τόν παρακαλούσε νά συμφιλιωθούν, γιά νά μή χωριστούν γιά πάντα, έχοντας έχθρα μεταξύ τους.
- Συγχώρησέ με, τοΰ έλεγε, έγώ φταίω γιά όλα.
Μά ό Σαπρίκιος, πράγμα πού δέν περίμενε κανείς σέ τέτοιες εξαιρετικές στιγμές, έμεινε ψυχρός σάν μάρμαρο κι' ασυγκίνητος σάν πέτρα στά παρακάλια τοΰ φίλου του κι’ οΰτε βλέμμα καταδέχτηκε νά τοΰ ρίξη. Ό Νικηφόρος έφυγε συντριμμένος από την ακατανόητη στάσι τοΰ  Ιερέως.
Τέλος, αποφασίστηκε ν' αποκεφαλιστή ό Σαπρίκιος μέ ξίφος. Οί δήμιοι τόν ώδηγοΰσαν στον τόπο της εκτελέσεως κι' ό Νικηφόρος ακολουθούσε άπό πίσω, ικετεύοντας γιά συνδιαλλαγή. Έτρεμε στή σκέψι πώς σέ λίγο ό φίλος του θά περνούσε στην αιωνιότητα, ενώ θά τους έχώριζε ένα αγεφύρωτο χάσμα μίσους. Ό Σαπρίκιος όμως έξακολουθοΰσε νά μένη σκληρός, σάν γρανίτης.
Όταν έφτασε ή μεγάλη τιμή, πού ό όμολογητής θά κέρδιζε πιά τό στεφάνι τής νίκης καί τ' όνομα του θά γραφόταν ανάμεσα στά ονόματα τών ενδόξων μαρτύρων, ή θεία Χάρις τόν εγκατέλειψε. Καθώς ό δήμιος σήκωνε τό ξίφος γιά νά τοΰ κόψη τό κεφάλι, ό Σαπρίκιος ξαφνιάστηκε σάν νά ξύπνησε άπό βαθύ λήθαργο. Τρομαγμένος, ρώτησε γιά ποιο λόγο τόν είχαν δεμένο.
- Είσαι καταδικασμένος σέ θάνατο, τοΰ είπε παραξενεμένος ό δήμιος, πού γιά πρώτη φορά έτυχε στά χέρια του χριστιανός νά δειλιάζη μπροστά στό ξίφος, γιατί αρνήθηκες νά
θυσιάσης στους θεούς τής πολιτείας.
- Θυσιάζω! τόλμησε νά ξεστομίση ό άρνητής.
Ό Νικηφόρος, πού με ψυχική αγωνία είχε παρακολουθήσει όλη εκείνη τήν απίστευτη σκηνή πού τόσο γρήγορα ξετυλισσόταν μπροστά του κι' έβλεπε θείο "Αγγελο νά περιμένη γιά νά στεφάνωση τόν μάρτυρα, μπήκε στή μέση καί φώναξε στό δήμιο:
— Ό Ίησοΰς θέλει σήμερα ένα μάρτυρα κοντά Του. Εϊμαι χριστιανός. Αποκεφάλισε με.
Τή θέσι τοΰ Σαπρικίου στό μαρτύριο, τήν πήρε ό "Αγιος Νικηφόρος, ενώ σ' εκείνον τόν μνησίκακο προστέθηκε καί της αρνήσεως τό στίγμα.
 



ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ

ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, πού ερωτήθηκε από τους αδελφούς τί είναι καταλαλιά καί τί κατάκρισις, έδωσε τήν ακόλουθη έξήγησι:
Μέ τήν καταλαλιά φανερώνει κανείς τά κρυφά ελαττώματα τοϋ άδελφοΰ του. Μέ τήν κατάκρισι καταδικάζει τά φανερά. "Αν ειπή κανείς λόγου χάρι, πώς ό τάδε αδελφός είναι μέν καλοπροαίρετος καί αγαθός, άλλα τοϋ λείπει ή διάκρισι, αυτό είναι καταλαλιά. "Αν όμως είπή ότι ό δείνα είναι πλεονέκτης καί φιλάργυρος, τοΰτο είναι κατάκρισις, γιατί μέ τό λόγο αυτό καταδικάζει τίς πράξεις τοΰ πλησίον του. Ή κατάκρισις είναι χειρότερη από τήν καταλαλιά.
***
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι' άρχισαν νά λέγουν κατηγορίες εναντίον τοΰ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ό "Οσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του νά τους έτοιμάση φαγητό καί βγήκε έξω από τό κελλΐ, γιά νά μή μολύνη τ' αυτιά του.

***
ΕΝΑΣ Γέροντας πνευματικός συμβουλεύει:
"Αν συμβή ποτέ νά κατακρίνης τόν αδελφό σου καί σέ τύψη γι' αυτό ή συνείδησί σου, πήγαινε ευθύς νά τόν βρής, έξομολογήσου ότι τόν κατέκρινες καί ζήτησε του συγγνώμη. Πρόσεχε στό έξης νά μή σέ παρασύρη ό διάβολος σ' αυτό τό αμάρτημα, γιατί ή καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.
"Αν έλθη κάποιος άλλος σέ σένα κι' άρχίση νά κατηγορή καί νά κατακρΐνη ένα τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθής και τοΰ ειπής: «δίκαιο έχεις, έτσι εϊναι». Καλλίτερα νά σωπάσης ή νά τοΰ ειπής: «Έγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος γιά τις αμαρτίες μου δέν έχω δικαίωμα νά καταδικάζω άλλον». Μ' αυτόν τόν τρόπο καί τόν εαυτό σου σώζεις καί τόν αδελφόν σου.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει τήν ακόλουθη συμβουλή στους εγκρατείς καί νηστευτάς:
— Φάγε κρέας καί πιες κρασί καί μή κατατρώγης μέ τήν
καταλαλιά τίς σάρκες τοΰ άδελφοΰ σου.
Καί πάλι:
— Καταλαλώντας ό όφις τόν Θεό, επέτυχε νά βγάλη τους
πρωτοπλάστους από τόν Παράδεισο. Τό ϊδιο κάνει κι' εκείνος
πού καταλαλεϊ τόν πλησίον του• βαραίνει τήν ψυχή του και
παρασύρει στό κακό εκείνον πού τόν ακούει.
***
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μιά μέρα μέ τά μάτια του κάποιον αδελφό νά πέφτη σέ βαρύ αμάρτημα, κι' όχι μόνο δέν τόν κατέκρινε, αλλά έκλαψε καί είπε: «Αυτός έπεσε σήμερα κι' έγώ έξάπαντος αϋριο. Κι' αυτός μέν χωρίς άλλο θά μετανοήση, ενώ έγώ δέν είμαι βέβαιος γι' αυτό».
***
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, αλήθεια, ν' άπορη καί νά έξίσταται ό άνθρωπος καί νά χάνη κυριολεκτικά τό νου του - γράφει ό "Αγιος Μάξιμος ό Όμόλογητής - όταν σκέπτεται πώς ό μεν Θεός και Πατήρ δεν κρίνει κανένα, όλη δε την κρίσι έχει παραδώσει στον Υίόν Του, ό δέ Υίός διδάσκει «μή κρίνετε, ϊνα μη κριθήτε» και ό Απόστολος Παύλος επίσης, «μή πρό καιρού κρίνετε, έως αν έλθη ό Κύριος» καί «έν ώ γάρ κρίνεις τόν έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις», οί δέ άνθρωποι, αφήνοντας κατά μέρος τις δικές τους αμαρτίες, αφαιρούν τό δικαίωμα τοΰ Υίοΰ νά κρίνη και, σάν άναμάρτητοι, κρίνουν οί ίδιοι καί καταδικάζουν ό ένας τόν άλλον; Ό Ουρανός έξίσταται γι' αυτό κι' ή γη φρίττει, ενώ αυτοί, σάν αναίσθητοι, δέ νοιώθουν καμμιά ντροπή.
***
ΕΝΑΣ μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, αμελής στά πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι' ήλθε ή ώρα του νά πεθάνη. Ό Ηγούμενος κι' όλοι οί αδελφοί τόν περικυκλώσανε γιά νά τοΰ δώσουν θάρρος στίς τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πώς ό αδελφός άντίκρυζε τόν θάνατο μέ μεγάλη αταραξία καί ψυχική γαλήνη.
- Παιδί   μου,   τοϋ   είπε  τότε   ό   Ηγούμενος,   όλοι   έδώ
ξεύρομε πώς δεν ήσουν καί τόσο επιμελής στά καθήκοντα σου.
Πώς πηγαίνεις μέ τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;
- Είναι αλήθεια, Άββά, ψιθύρισε ό ετοιμοθάνατος, πώς
δέν  ήμουν  καλός  μοναχός.   "Ενα  πράγμα  όμως  έτήρησα  μέ
ακρίβεια στή ζωή μου: Δέν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι'
αυτό σκοπεύω νά ειπώ στό Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσια
στώ ενώπιον Του: «Σύ, Κύριε, είπες, μή κρίνετε, ϊνα μή κριθήτε», κι' ελπίζω δτι δέ θά μέ κρίνη αυστηρά.
- Πήγαινε ειρηνικά στό αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, τοϋ είπε μέ θαυμασμό ό Ηγούμενος. Έσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
***
ΕΝΑΣ μοναχός έπεσε κάποτε σε μεγάλο σφάλμα κι’ ό Προϊστάμενος της σκήτης τόν έδιωξε. Όταν τό έμαθε ό 'Αββας Βενιαμίν, πήρε τά λίγα πράγματα του και σηκώθηκε νά φύγη ξωπίσω του.
— Κι’ εγώ αμαρτωλός είμαι, έλεγε στους αδελφούς πού τόν εμπόδιζαν.
***
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σέ κάποιο Γέροντα αναχωρητή και τοϋ είπε γιά κάποιον άλλον αδελφό πώς είχε πέσει σέ μεγάλο σφάλμα.
- "Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ό Γέροντας.
"Υστερα από λίγες ημέρες συνέβη νά πεθάνη ό μοναχός πού έσφαλε. "Αγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
- Αυτός πού κατέκρινες, τοϋ είπε, πέθανε. Ποΰ ορίζεις νά
τόν κατατάξω;
- Ήμαρτον, έφώναξε μέ δάκρυα ό Γέροντας. Κι’ άπό τότε
παρακαλούσε κάθε μέρα τόν Θεό νά τοΰ συγχώρηση εκείνη
τήν αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του νά
κατακρίνη άνθρωπο.
 



ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ

ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ πού ό Άββάς Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης ήταν Πρεσβύτερος στή σκήτη, μεταξύ των αδελφών ήταν καί κάποιος Διάκονος, πολύ ενάρετος καί ευλαβής. Ό Άββάς Ισίδωρος σκόπευε νά τόν κάνη Πρεσβύτερο καί νά τόν άφήση
διάδοχό του. Εκείνος όμως, άπό μεγάλη ταπεινοσύνη, δέ δεχόταν χειροτονία, λέγοντας πώς ήταν ανάξιος νά γίνη Ιερεύς. Αυτόν τόν ενάρετο αδελφό τόν έμίσησε τόσο πολύ κάποιος άλλος μοναχός στή σκήτη, νικημένος άπό τό πάθος τοΰ φθόνου, καί γύρευε μέ κάθε τρόπο νά τόν βλάψη καί νά τόν δυσφήμηση.
Νά λοιπόν τί τόν έβαλε ό διάβολος νά κάνη: Πήρε μιά μέρα ένα άπό τά βιβλία του και τό έβαλε κρυφά στό κελλί τοΰ Διακόνου, χωρίς εκείνος νά πάρη εϊδησι. Ύστερα πήγε στον Άββα Ισίδωρο καί τοϋ παραπονέθηκε πώς έχασε τό βιβλίο του καί πώς κάποιος άπό τους αδελφούς έπρεπε νά τό είχε κλέψει. Απαιτούσε λοιπόν νά γίνη έρευνα σ' όλα τά κελλιά.
— Τέτοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ό Γέροντας,
δεν έχει ξαναγίνει στή σκήτη. Άλλα, γιά νά βεβαιωθής, πάρε
δυό αδελφούς καί ψάξε τά κελλιά.
Έτσι κι’ έγινε. Άφού έψαξαν μερικά άλλα κελλιά, επήγαν καί στοϋ Διακόνου καί φυσικά εκεί βρήκαν τό βιβλίο. Τό πήραν λοιπόν καί τό έφεραν στην Εκκλησία τήν ώρα τοϋ Εσπερινού, πού ήσαν συγκεντρωμένοι οί αδελφοί, καί είπαν μεγαλοφώνως στον Άββά Ισίδωρο, γιά ν' ακουστή άπ' όλους, ποΰ είχε βρεθή τό βιβλίο.
Ό αθώος Διάκονος δέν διαμαρτυρήθηκε γιά τήν συκοφαντία. Έπεσε μέ ταπείνωσι στά γόνατα και ζήτησε άπ' όλους συγχώρησι, λέγοντας πώς έσφαλε.
— Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης.
Σάν πέρασαν οί τρεις εβδομάδες καί ό Διάκονος τελείωσε τό έπιτίμιόν του καί έγινε δεκτός στό Άγιον Βήμα, ό συκοφάντης δαιμονίστηκε καί μέ γοερές κραυγές ώμολόγησε τήν αμαρτία του.
— Αδίκως κατηγόρησα τόν δούλο τοϋ Θεού, φώναζε γιά
νά ξαλαφρώση τήν συνείδησί του.
Οί αδελφοί στην σκήτη έκαναν ολονύκτιο προσευχή γι' αυτόν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Εκείνος ό δύστυχης βασανίζόταν σκληρά άπό τό πονηρό πνεΰμα. Τότε ό Όσιος Ισίδωρος είπε στό Διάκονο:
- Προσευχήσου γι* αυτόν, αδελφέ, γιατί μόνο σύ, πού συκοφαντήθηκες, αν τό ζήτησης, θά τόν έλεήση ό Κύριος.
Καί πράγματι, όταν προσευχήθηκε ό συκοφαντηθείς, ελευθερώθηκε άπό τήν τυραννία τοϋ δαίμονος ό συκοφάντης.
***
ΑΝ ΠΟΤΕ συκοφαντηθής, γράφει ό Όσιος Έφραίμ ό Σϋρος, και άποκαλυφθή ή αθωότητα σου, μήν ύψηλοφρονήσης. Δούλευε τόν Κύριόν σου μέ ταπεινοσύνη καί ευχαρίστησε τον, πού σε λύτρωσε άπό τίς συκοφαντίες των ανθρώπων, γιά νά τηρής πιστά τίς εντολές του.
 



ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ

ΚΟΝΤΑ σ' ένα Κοινόβιο εϊχε τήν καλύβα του κάποιος Ερημίτης, πού φαινόταν πολύ φτωχός, γιατί γύριζε ξυπόλυτος καί κουρελιασμένος. Ό Ηγούμενος του Κοινοβίου, πού ήταν πολύ ελεήμων, συχνά του έστελνε ρούχα καί τρόφιμα κι' ό,τι άλλο είχε ανάγκη. Κάποτε ό Ερημίτης αρρώστησε βαρεία κι' οί αδελφοί τοΰ Κοινοβίου, πού τόν νόμιζαν πολύ φτωχό και υστερημένο τόν περιποιήθηκαν μέ μεγάλη καλωσύνη καί προθυμία. Όταν όμως εκείνος πέθανε, βρήκαν κάτω άπό τό στρώμα του ενα πουγγί γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Μόλις τό εϊδε ό Ηγούμενος, έβγαλε βαθύ στεναγμό και, κουνώντας λυπημένος τό κεφάλι του εϊπε στους αδελφούς:
— Επειδή, οϋτε όσο ζοΰσε, οΰτε καί στίς τελευταίες του στιγμές φανέρωσε πώς είχε κρυμμένα χρήματα, άλλα στήριζε σ' αυτά τίς ελπίδες του καί όχι στον Θεό, έγώ οϋτε νά τά ιδώ δεν θέλω. Πάρτε τα καί θάψτε τα μαζί του.
Μόλις λοιπόν έβαλαν στον φρεσκοσκαμμένο  τάφο τόν
φιλάργυρο μοναχό, μαζί με τόν θησαυρό του, κατέβηκε παρευθύς φωτιά από τόν Ουρανό κι' έκαψε ολόκληρο τόν τόπο εκείνο μαζί μέ τίς πέτρες καί τό χώμα κι' έμεινε σημάδι φοβερό σ' εκείνους πού τό έβλεπαν.
***
ΠΗΓΕ κάποτε ό Αββάς Πίωρ καί θέρισε στό χωράφι ενός πλουσίου γιά νά πάρη ελάχιστο μισθό. Εκείνος όμως, σάν φιλάργυρος πού ήταν, όλο άνέβαλλε τήν πληρωμή, ώσπου έφτασε πάλι ή εποχή τοϋ θέρους. Ό Άββάς ξαναθέρισε τό χωράφι τοΰ ϊδιου γεωργού, άλλ' εκείνος τοΰ καθυστέρησε πάλι τόν μισθό του. Αυτό έπανελήφθη καί γιά τρίτη φορά. Ό δίκαιος Θεός όμως έστειλε τόσες συμφορές σ' εκείνον τόν φιλάργυρο, ώσπου κατάλαβε τήν αδικία πού είχε κάνει. Γύρισε λοιπόν όλα τά μοναστήρια καί τίς σκήτες καί βρήκε επί τέλους τόν Γέροντα. Έπεσε στά πόδια του καί ζήτησε συγχώρησι, δίνοντας του καί τους μισθούς των τριών χρόνων, πού τοϋ είχε καθυστερήσει.
— Ό Θεός μέ πλήρωσε γιά τήν αδικία πού σου έκανα, τοϋ έλεγε μέ συντριβή.
Ό Γέροντας, όμως, πού είχε κιόλας ξεχάσει πώς τοΰ χρεωστούσε τους μισθούς του, τόν συμβούλεψε νά δώση τά χρήματα στην Εκκλησία γιά τίς ανάγκες των πτωχών καί γιά τόν εαυτό του δέν κράτησε τίποτε.
***
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε ένα Γέροντα, τί είναι φιλαργυρία.
- Φιλαργυρία, αποκρίθηκε εκείνος, είναι νά μή πιστεύης πώς ό Θεός φροντίζει γιά σένα, νά μην έχης εμπιστοσύνη στίς υποσχέσεις Του καί ν' αγαπάς τίς ηδονές.
 


Ενότητα πρώτη

Περισσότερα >>

Ενότητα δεύτερη

Περισσότερα >>