www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Επιστροφή από τον άλλο κόσμο

Aπό τό βιβλίο του Aγιορείτου π.Μαξίμου «Πίστη καί Ζωή».
"Ημουν άθεη. "Εβριζα τό Θεό πολύ καί φοβερά.
Ζούσα μέσα στή ντροπή καί τήν πορνεία καί ήμουν πνευματικά νεκρή στή γη. "Ομως ό ελεήμων Θεός δέν άφησε νά χαθώ, αλλά μέ οδήγησε στή μετάνοια κατά τόν έξης θαυμαστό τρόπο.
Τό 1962 είχα καρκίνο καί ήμουν άρρωστη επί τρία χρόνια. Aλλα δέν τό έ­βαλα κάτω- εργαζόμουνα καί έκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ελπίζοντας νά 'βρω την υγειά μου. Τους τελευταίους έξι μήνες είχα αδυνατίσει πολύ, σέ σημείο πού οΰτε νερό μπορούσα νά πιώ. Μόλις έπινα λίγο, αμέσως τό έκαμνα μετό. Τότε μέ πήγανε στό Νοσοκομείο όπου, επειδή ήμουν πολύ δραστήρια, κάλεσαν άπό τη Μόσχα έναν Καθηγητή καί απεφάσισαν νά με χειρουργήσουν.
Μόλις όμως άνοιξαν τήν κοιλιά μου, αμέσως πέθανα. Ή ψυχή μου βγήκε άπό τό σώμα, καί στεκόταν ανάμεσα σέ δυό γιατρούς. Με μεγάλο φόβο καί τρόμο κύτταζα τήν αρρώστια στό σώμα μου. Όλόκληρο τό στομάχι καί τά έντερα ήταν προσβλημενα άπ' τόν καρκίνο. Στεκόμουν καί αναρωτιόμουν, γιατί είμαστε δύο; Ιδέα δέν είχα, ότι υπάρχει καί ψυχή.
Οι άθεοι μάς δίδασκαν, ότι δέν υπάρχει Θεός καί ψυχή, καί ότι αυτά είναι επινόηση των παπάδων, γιά νά ξεγελάνε τό λαό καί νά τόν κρατάνε σέ φόβο γιά κάτι πού δέν υπάρχει.
Μου έβγαλαν έξω όλα τά εντόσθια, καί αναζητούσαν τό δωδεκαδάκτυλο. Aλλα έκεΐ υπήρχε μόνο πϋον. Τά πάντα ήτανε κατεστραμμένα- τίποτε δέν υπήρ­χε υγιές. Τότε είπαν οι γιατροί: «αυτή δέν έχει μέ τί νά ζήση». "Ολα τά 'βλεπα με μεγάλο φόβο καί τρόμο, αλλά καί πάλι συλλογιζόμουνα: «Πώς καί άπό πού είμαστε δύο, ψυχή καί σώμα;
Πώς γίνεται νά στέκομαι όρθια καί συγχρόνως νά 'μαι ξαπλωμένη»;
Οι γιατροί τότε ξαναέβαλαν μέσα όπως-όπως τά εντόσθια μου. Είπαν, τό σώμα μου νά δοθή στους νέους γιατρούς γιά διδασκαλία, καί τό μετέφεραν στό νεκροφυλάκειο. Πήγαινα κι εγώ κοντά τους, αλλά όλο απορούσα καί σκεφτόμου­να: «πώς καί άπό πού είμαστε δύο»; Έκεΐ μέ άφησαν σκεπασμένη μ' ένα σεντόνι ώς τό λαιμό.
"Υστερα βλέπω, ότι ήρθε ό αδερφός μου μαζί μέ τό μικρό μου γυιό, τόν Aντρούσκα, πού ήταν έξι χρόνων. Ό γυιός μου πλησίασε τό σώμα μου, μέ φίλησε στό κεφάλι, καί άρχισε νά κλαίη λέγοντας: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμα μικρός, κι έγώ πώς θά ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δέν έχω, καί σύ πέθα­νες»! Έγώ τότε τόν αγκάλιασα καί τόν φίλησα, άλλ' αυτός δέν αισθάνθηκε τίποτε. Οϋτε μέ είδε, οϋτε μέ πρόσεξε1 μόνο κύτταγε τό νεκρό μου σώμα. "Εβλεπα επί­σης, ότι καί ό αδερφός μου έκλαιγε.
"Επειτα μέ μιας βρέθηκα στό σπίτι μου. Έκεΐ είδα πού ήρθε ή πεθερά μου, άπό τόν πρώτο μου γάμο, ή μητέρα μου καί ή αδερφή μου. Τόν πρώτο μου σύζυγο τόν εγκατέλειψα, επειδή πίστευε στό Θεό. Τότε άρχισε ή διανομή τών πραγμάτων μου. Έγώ ζοϋσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια αλλά όλα μου τά πράγματα τ' απέ­κτησα μέ αδικία καί πορνεία.
Ή αδερφή μου άρχισε ν' άφαιρή τά πιό ώραΐα άπό τά πράγματα μου, ενώ ή πεθερά ζητούσε, ν' άφήση κάτι καί στό γυιό μου. Aλλα ή αδερφή μου δέν έδινε τίποτε. Μάλιστα κορόιδευε τήν πεθερά μου λέγοντας, «αυτό τό παιδί δέν είναι άπό τό γυιό σου1 καί σύ δέν τοϋ είσαι τίποτε». Ένώ αυτές μάλωναν γιά τά πράγματα μου, είδα γύρω μας διαβόλους-σατανάδες νά χορεύουν μέ χαρά. Μετά άπ' όλ' αυτά βγήκαν έξω κι έκλεισαν τό σπίτι.
"Η αδερφή μου πήρε μαζί της ένα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα δικά μου.
Aφοϋ συνέβησαν αυτά, βρέθηκα ξαφνικά στον αέρα καί βλέπω νά πετώ, όπως μέ τό αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος μέ συγκρατεί καί ότι υψώνομαι όλο καί πιό πολύ. Βρέθηκα πάνω άπό τή Μπαρναούλ τήν πόλη μου, αλλά σέ λίγο χάθηκε άπ' τά μάτια μου κι απλώθηκε σκοτάδι. "Επειτα άρχισε νά έρχεται φώς, πού ήταν πάρα πολύ δυνατό καί δέ μπορούσα νά τό κοιτάξω. Μέ έβαλαν πάνω σέ μιά μαύρη πλάκα πλάτους ένάμισυ μέτρου.
"Εβλεπα μία κοιλάδα μέ πλούσιο πράσινο χορτάρι, καί κάτι πολύ χοντρόκορ-μα δέντρα μέ πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα σ' αυτά τά δέντρα υπήρχανε σπίτια, καί μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δέν είδα ποιοί ζούσαν μέσα. Σκέφτηκα, πού νά βρίσκομαι άραγε; "Αν είμαι πάνω στή γή, τότε γιατί δέν υπάρ­χουν επιχειρήσεις ή εργοστάσια οϋτε άλλα κτίρια; γιατί δέν υπάρχουν δρόμοι, οϋτε συγκοινωνίες;
Τί μέρος είναι τοϋτο χωρίς ανθρώπους, καί ποιος τέλος πά­ντων νά ζή έδώ;
Λίγο πιό πέρα είδα νά περπατάη μία ωραία ψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα, κάτω άπ' τά όποια φαίνονταν τά δάχτυλα των ποδιών της. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα, πού κάτω άπ' τά πόδια της δεν λύγιζε οΰτε τό χορτάρι. Καί κοντά της πήγαινε ένας νεαρός, πού τό ΰψος του έφτανε ως τους ώμους της. Αυτός έκρυβε τό πρόσωπο του με τά χέρια του καί έκλαιγε πολύ πικρά παρακαλώντας γιά κάτι, αλλά δε μπορούσα ν' ακούσω γιά ποιο λόγο. Σκέφθηκα ότι θά είναι ό γυιός της, καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν τόν λυπάται καί δέν τοϋ εκπληρώνει τό αίτημα. Αυτός έκλαιγε καί θρηνούσε,
αλλά εκείνη δέν τοΰ εκπλήρωνε τήν αίτηση.
(Σημείωση: Από όλα φαίνεται, ότι αυτός ό νεαρός ήταν ό φύλακας "Αγγελος της νέας γυναίκας, πού διηγείται τήν Ιστορία. Καί φανερώνει, τό πόσο οι άγιοι "Αγγελοι φροντίζουνε γιά 'μάς καί τίς ψυχές μας, χωρίς έμεϊς νά τό βλέπουμε.)
"Οταν αυτοί με πλησίασαν, ό νεαρός έπεσε μπροστά στά πόδια της καί άρχισε μετά όδυρμών νά τήν παρακαλή έτονώτερα καί νά της ζητάη κάτι. Εκείνη τότε τοϋ απάντησε, αλλά εγώ δέ μπόρεσα νά τήν καταλάβω. "Οταν ήρθανε κοντά μου, ήθελα νά τήν ερωτήσω, πού βρίσκομαι;
'Αλλά εκείνη τή στιγμή ή γυναίκα σταύρωσε τά χέρια της, ΰψωσε τά μάτια προς τόν ουρανό καί είπε: «Κύριε, ποϋ θά πάη ή ψυχή αυτή έτσι όπως είναι»; Έγώ έτρεμα, καί μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι ή ψυχή μου βρισκότανε στον ουρανό καί τό σώμα μου έμενε στή γή. Τότε άρχισα νά κλαίω καί νά οδύρο­μαι, οπότε ακούω μιά φωνή νά λέη: «Επιστρέψτε την στή γη γιά τίς αγαθοεργίες τοϋ πατέρα της». Καί άλλη φωνή απάντησε: «Βαρέθηκα τήν αμαρτωλή καί διε­φθαρμένη της ζωή. "Ηθελα νά τήν εξαφανίσω άπό προσώπου της γης χωρίς με­τάνοια, αλλά μέ παρεκάλεσε για αυτήν ό πατέρας της.
Δείξτε της όμως τό μέρος, όπου άξιζε νά πάη».
Αμέσως τότε, χωρίς νά τό καταλάβω, βρέθηκα στην κόλαση. Έκεϊ άρχισαν νά έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλώσσες, πού ξερνούσανε φωτιά καί άλλες σιχαμερές βρωμιές. Ή δυσωδία ήτανε αβάσταχτη. Αυτά τά φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου. Ταυτόχρονα παρουσιάσθηκαν ξαφνικά καί σκουλήκια, χοντρά όσο τό δάχτυλο, μέ ουρές πού κατέληγαν σε βελόνες καί άγ-γιστρα. Αυτά έμπαιναν σέ όλα μου τ' ανοιχτά μέρη, στ' αυτιά, τά μάτια, τή μύτη κλπ- έτσι μέ βασάνιζαν, κι έγώ κραύγαζα μέ φωνή δυνατή. 'Αλλά έκεΐ δέν υπήρχε άπό πουθενά οΰτε βοήθεια οϋτε έλεος.
Έκεΐ είδα καί μία γυναίκα, πού πέθανε άπό άμβλωση. Μόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε νά ζητάη έλεος άπό τόν Κύριο. Ό Όποιος όμως της απάντησε: «Έσύ, όσο ήσουνα στή γη, δέν μέ αναγνώριζες- σκότωνες τά παιδιά μέσα στην κοιλιά σου· κι επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: "δέν πρέπει νά γεννάτε παιδιά1 τά παιδιά εί­ναι περιττά". "Ομως γιά μένα δέν είναι περιττά. Γ εμένα υπάρχουνε τά πάντα καί γιά όλους αρκετά».
Καί σ" εμένα ό Κύριος είπε: «Έγώ σοϋ έδωσα τήν αρρώστια γιά νά μετα-νοήσης, αλλά σύ μέ έβριζες ως τό τέλος της ζωής σου. Δέν μέ αναγνώριζες, καί γι' αυτόν τό λόγο οϋτε 'γώ σ* αναγνωρίζω. "Οπως έζησες στή γή χωρίς Κύριο Θεό, έτσι θά ζήσης κι έδώ».
Μετά άπ' αυτά, ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ή βρώμα χάθηκε, καθώς καί ό δυνα­τός όδυρμός.
"Ενοιωσα πώς πέταξα, καί είδα τήν Εκκλησία μου πού κορόιδευα. "Ανοιξε ή πύλη, καί βγήκε ό Ιερέας ντυμένος στ' άσπρα. Στεκόταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί κάποια φωνή μέ ρώτησε, «ποιος εΐν' αυτός»; Έγώ απάντησα, «ό Ιερέας μας». Καί ή φωνή συνέχισε: «Έσύ έλεγες πώς είναι χαραμοφάης, αλλά 
αυτός είναι ποιμένας πραγματικός, διότι δεν είναι μισθωτός.
Γνώριζε πώς, άν καί κατά τόν βαθμό είναι μικρός,
ένας συνηθισμένος ιερέας, όμως υπηρετεί έμενα.
Μάθε ακόμη καί τούτο άν δεν σου διάβαση αυτός την ευχή της έξομολογήσεως, εγώ δέν θά σε συγχωρήσω».
 
Τότε άρχισα νά παρακαλώ: «Κύριε, γύρισε με στή γή· έχω ένα γυιό μικρό»., Καί ό Κύριος απάντησε: «Ξέρω ότι έχεις ένα γυιό μικρό, καί είναι κρίμα για αυτόν». «Κρίμα», είπα κι έγώ. Κι Εκείνος συνέχισε: «Έγώ σας λυπάμαι όλους, καί μάλιστα τρεις φορές. Σάς περιμένω όλους, πότε θά ξυπνήσετε άπό τ' αμαρτωλό σας όνειρο, νά μετανοήσετε καί νά έρθετε στον εαυτό σας».
Τή στιγμή αυτή εμφανίστηκε πάλι ή Μητέρα του Θεοϋ, πού νωρίτερα τήν αποκαλούσε «γυναίκα», καί πήρα τό θάρρος νά τήν ερωτήσω: «Υπάρχει έδώ σε σάς Παράδεισος»; Καί αντί γιά απάντηση, ξαναβρέθηκα στην κόλαση. Τώρα ήτανε χειρότερα άπό ό,τι τήν προηγούμενη φορά.
"Ετρεξαν ο! δαίμονες ολόγυρα μου κρατώντας καταλόγους καί, δείχνοντας τ' αμαρτήματα μου, φώναζαν: «Έσύ εμάς υπηρέτησες, όταν ήσουνα στή γη». "Αρ­χισα νά διαβάζω τ' αμαρτήματα μου. "Ολα μου τά έργα ήτανε γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα, καί ένοιωσα φόβο τρομερό. Aπό τά στόματα τους έβγαινε φω­τιά. 0ι δαίμονες μέ χτυπούσανε στό κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν καί κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες άπό φωτιά καί μέ έκαιγαν.
Γύρω μου ακούγονταν θρήνος φοβερός καί πολλών ανθρώπων κοπετός. "Οταν ή φωτιά δυνάμωνε, έβλεπα γύρω μου τά πάντα. Οι ψυχές είχαν όψη φοβερή" ήτανε σακατεμένες, μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν: «Είσαι υποχρεωμένη νά ζήσης μαζί μας. "Οπως έσύ, έτσι κι έμεΐς· όταν ήμασταν στή γη, δέν αναγνωρίζαμε τόν Θεό, Τόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, πορνεία, υπερηφάνεια κ.ά. καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. "Οσοι αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν, εκκλησιάζονταν, προσεύχονταν, ελεούσαν τους φτωχούς καί βοη­θούσαν όσους βρίσκονταν σέ ανάγκη ή κακοτυχία, αυτοί είναι έκεΤ πάνω». Έγώ πανικοβλήθηκα άπ' τά λόγια αυτά. Μοϋ φαινόταν ότι βρισκόμουνα έδώ στον άδη ολόκληρη ζωή, κι αυτοί μου λένε ότι θά ζήσω μαζί τους αιώνια.
Μετά άπ' αυτό εμφανίστηκε πάλι ή Μητέρα τοϋ Θεού, καί απλώθηκε παντού τό φως.
0ι δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οι ψυχές, πού βασανίζονται στην κό­λαση, άρχισαν νά κραυγάζουν ικετεύοντας γιά έλεος: «Ουράνια Βασίλισσα, μή μάς άφήνης έδώ». "Η φώναζαν: «Μητέρα τοΰ Θεοϋ, καιγόμαστε καί δέν υπάρχει νερό, οϋτε σταγόνα».
Εκείνη έκλαιγε! καί μέσα άπό τό κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στή γη, δέν μέ αναγνωρίζατε, οΰτε μετανοούσατε γιά τίς αμαρτίες σας στον Υιό μου καί Θεό σας. Κι εγώ τώρα δέν μπορώ νά σάς βοηθήσω, δεν μπορώ νά παραβώ τήν απόφαση τοϋ Υίοϋ μου, Βοηθώ μόνο αυτούς, γιά τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς καί γιά τους όποιους προσεύχεται ή αγία Εκκλησία». Ύστερα άπ' αυτό έμεΐς αρχίσαμε νά υψωνόμαστε, ενώ άποκάτω έφταναν ως εμάς κραυγές γοερές: «Μή μάς άφήνης, Μητέρα τοϋ Θεού».
Ξαναβρέθηκα πάνω στην ϊδια πλάκα, ένώ γύρω μου ήτανε σκοτάδι. Ή Πα­ναγία σταύρωσε πάλι τά χέρια της, ΰψωσε τά μάτια στον ουρανό, καί άρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «τί νά κάνω μ' αυτήν; πού νά τήνε βάλω»; Τότε μιά φωνή απάντησε: «αφήστε την άπό τά μαλλιά στή γή». Καί ή Παναγία έφυγε ήσυχα άπό μιά μισανοιγμένη πόρτα, έτσι πού πίσω άπ' αυτήν δέν έβλεπα τίποτε.
Έπειτα φάνηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς· κινούνταν αργά, κι έγώ τίς ακολουθούσα. Ή Μητέρα τοϋ Θεού είπε, ότι ή δωδέκατη άμαξα δέν έχει πάτο. Φοβόμουν νά καθήσω σ" αυτήν, αλλά Εκείνη μέ έσπρωξε άπ' αυτήν καί βρέθηκα πάνω στή γή.
Μετά από αυτό συνήλθα, κι ενσυνείδητα πλέον στεκόμουνα καί κύτταζα. Ή ώρα ήταν μιάμιση μεσημέρι. Μετά άπό κείνο τό φώς πού είδα στον ουρανό, όλα πάνω στη γή μου φαίνονταν άσχημα. Δεν μοϋ άρεσε πού ήμουνα στη γη, αλλά καί τί νά κάνω; Είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «τώρα πήγαινε στό σώμα»!
Τότε βρέθηκα στό νοσοκομείο, καί πήγα στό ψυγείο όπου φύλαγαν τά πτώ­ματα. "Ητανε κλειστό, αλλά μπήκα χωρίς εμπόδιο, καί είδα εκεί τό νεκρό μου σώ­μα. Τό κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τά πλάγια, ένώ ή μέση μου πιεζόταν άπό άλλα σώματα νεκρών του ψυγείου.
Μόλις ή ψυχή μου μπήκε στό σώμα, αμέσως ένοιωσα ψύχρα ισχυρή. Απε­λευθέρωσα κάπως τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί έσφιξα τά γόνατα με τά χέρια. Εκείνη τή στιγμή άνοιξαν τήν πόρτα του ψυγείου, καί έβαλαν μέσα κά­ποιον νεκρό. "Οταν άναψαν τό φώς, μέ είδαν πού ήμουν μαζεμένη καί σκυμμένη, ένώ συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς ανάσκελα.
Οι νοσοκόμοι βλέποντας με έτσι φοβήθηκαν, καί άπό τό φόβο σκόρπισαν. Γύρισαν σέ λίγο μαζί μέ δυό γιατρούς, πού αμέσως διέταξαν νά μέ βγάλουν έξω καί νά ζεσταθή τό μυαλό μου μέ λάμπες ηλεκτρικές. Στό σώμα μου υπήρχαν οχτώ τομές άπό νέους γιατρούς, πού μάθαιναν καί έκαναν πειράματα. Δύο ώρες μετά τό ζέσταμα τοϋ κεφαλιού άνοιξα τά μάτια, καί μόλις μετά άπό δώδεκα ήμερες μίλησα.
Τό πρωΐ μοϋ έφεραν τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ, αλλά, επειδή ήταν ή­μερα νηστείας, τους είπα ότι δεν θέλω νά φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν, αλλά όλοι στό νοσοκομείο άρχισαν νά μέ προσέχουν. Ήρθαν οί γιατροί καί μέ ρώτησαν, για­τί δέν θέλω νά φάω.
Κι εγώ τους απάντησα: «Καθήστε νά σας διηγηθώ, τί είδε ή ψυχή μου. "Ο­ποιος δέν νηστεύει τίς μέρες της νηστείας, αυτός θά φάη πράγματα βρωμερά καί σιχαμερά. Γι' αυτό κι έγώ σήμερα δέν θά φάω, όπως καί σ" όλες τίς νηστείες δέν θ' άρτυθώ». ΟΙ γιατροί άπό τήν έκπληξη τή μιά κοκκίνιζαν, τήν άλλη κιτρίνιζαν, καί οί ασθενείς μέ άκουγαν προσεκτικά.
"Υστερα συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί, κι έγώ τους είπα, ότι δέν μέ πο­νάει τίποτε πλέον. Τότε άρχισε νά έρχεται σέ μένα κόσμος πολύς, κι έγώ διηγό-μουνα σέ όλους ό,τι είχε δη ή ψυχή μου. Aλλα ή αστυνομία άρχισε νά διώχνη τόν κόσμο, ένώ έμενα μέ μετέφεραν σέ άλλο νοσοκομείο. ΈκεΙ ανάρρωσα τελείως, καί παρεκάλεσα τους γιατρούς νά τακτοποιήσουν όσο τό δυνατόν νωρίτερα τίς τομές, πού είχαν κάνει πάνω μου οί φοιτητές.
Τότε μέ έβαλαν στό χειρουργικό τραπέζι καί, όταν οι γιατροί άνοιξαν τήν κοιλιά μου, είπαν: «Γιατί χειρουργήσανε έναν άνθρωπο, πού είναι τελείως υγιής»; Έγώ τους ρώτησα, ποια είναι ή αρρώστια μου; Κι αυτοί απάντησαν: «τά εντόσθια σας είναι υγιή καί καθαρά, όπως τοϋ παιδιού». Τους είπα: «τά μάτια μου ήταν δε­μένα κατά τήν διάρκεια της εγχείρισης, αλλά παρ' όλ' αυτά είδα τό εσωτερικό μου, όταν ή ψυχή μου είχε βγή άπό τό σώμα καί στεκότανε ψηλά στό ταβάνι».
"Επειτα ήρθε καί ό γιατρός πού είχε κάνει τήν εγχείριση. "Οταν μέ είδε άπό κοντά, είπε: «Πού είναι ή αρρώστια της; "Ολα της τά εντόσθια ήταν διαλυμένα, προσβεβλημένα άπό τόν καρκίνο, καί τώρα είναι τελείως καλά». Τοϋ απάντησα: «Ό Κύριος καί Θεός φανέρωσε τό έλεος του πάνω σέ μένα τήν αμαρτωλή, γιά νά ζήσω ακόμη καί νά μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα καί ό,τι μοΰ συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ό Κύριος καί Θεός πήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου, καί μοϋ έδωσε καινούργια μέλη υγιή" αυτό σέ όλους θά τό διηγούμαι, ώσπου νά πεθάνω».
Ύστερα είπα στό γιατρό: «βλέπετε, πώς γελασθήκατε»; Κι εκείνος είπε: «μέ­σα σου δέν ήταν τίποτε υγιές». «Τί νομίζετε τώρα;» τόν ρώτησα έγώ. Εκείνος απάντησε: «σέ αναγέννησε ό Υπέρτατος». Τότε είπα: «άν πιστεύετε σ' Αυτόν,
κάντε τό σταυρό σας καί παντρευτείτε στην Εκκλησία. "Αλλά ό γιατρός κοκκίνισε, επειδή ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα επίσης: «γίνου αρεστός στον ΚΥΡΙΟ καί ΘΕΟ».
"Επειτα άφησα τό νοσοκομείο καί κάλεσα τόν Ιερέα, πού νωρίτερα κορόι­δευα καί του έκαμνα επιθέσεις αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Το διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα καί μετέλαβα των αγίων Μυστηρίων τοϋ Χριστού.
Στή συνέχεια τόν κάλεσα κι ευλόγησε τό σπίτι μου, διότι ως τώρα βασί­λευε ή μικρότητα, τό μεθύσι, ή μάχη καί ό εμπαιγμός.
Τώρα εγώ ή αμαρτωλή Κλαυδία, πού είμαι σαράντα χρόνων, με τή βοήθεια τοϋ ΘεοΟ καί της ουράνιας Βασίλισσας ζώ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία, στό Ναό τοϋ Θεοϋ, καί ό Κύριος μέ βοηθάει. "Εχω επισκέπτες άπ' όλα τά μέρη τοϋ κόσμου, κι εγώ τους διηγούμαι όλα όσα μοϋ συνέβησαν, o,τι είδα καί άκουσα. Μέ τή βοήθεια τοϋ Θεοϋ τους δέχομαι όλους καί τους εξιστορώ, τί ή­μουνα πρίν, ό,τι μοϋ συνέβη, καί γιά ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.
Ας είναι δοξασμένος Κύριος ό Θεός! "Ολους τους συμβουλεύω, νά προσέ-χουνε πώς ζούνε, διότι πραγματικά υπάρχει άλλος κόσμος καί άλλη ζωή- ό καθέ­νας θά δώση λόγο γιά τά γήινα έργα του, καί ανάλογα μ' αυτά θά έχη πλήρως δί­καιη ανταμοιβή ή τιμωρία, καί μάλιστα αιώνια. "Ολοι νά ζήτε κατά Θεόν καί χρι­στιανικά. Αμήν!
Ούστγιουζίνα Κλαυδίγια Νικίτσισνα
Μεταφρασμένο άπό τά ρωσικά,


''Σταύρωσις''
Περισσότερα >>
''Πίστη''
Περισσότερα >>