www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ταφή η καύση των νεκρών; - ιστορικοκανονική θεώρηση - Α'' ΜΕΡΟΣ

Παναγιώτης Επαμ. Χριστινάκης



 



Ταφή ή καύση των νεκρών; - ιστορικοκανονική θεώρηση



 

Ο συγγραφέας είναι αναπληρωτής καθηγητής της θεολογικής σχολής του παν/μίου Αθηνών και δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω.



 

Ι



 

1. Τό θέμα τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς τύχης τῶν σωμάτων τῶν νεκρῶν ἔχει ἀπασχολήσει ἤδη πολλούς καί ἐπιφανεῖς ἐρευνητές, Ἕλληνες καί ξένους, καί ἡ σχετική μέ τό θέμα αὐτό βιβλιογραφία, ὅπου μπορεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος νά δεῖ τίς διάφορες ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθεῖ, εἶναι πλούσια. Ἀπό τήν ἔρευνα πού ἤδη ἔχουν διεξαγάγει ἄλλοι, κρίνω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφέρω ἐδῶ συντόμως μερικά στοιχεῖα χρήσιμα γιά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου: α) Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν καί ὄχι ἡ καύση ἤ ἄλλοι τρόποι μεταχειρίσεως τοῦ νεκροῦ σώματος εἶναι φαινόμενο πανανθρώπινο. Εἶναι ὁ κανόνας γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐθνῶν, τῶν λαῶν, τῶν θρησκειῶν, σέ τόσο μεγάλη ἔκταση, ὥστε οἱ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ ἀπό ἄλλους, δέν ἀνατρέπουν αὐτόν τόν κανόνα, ἀλλά ἀντιθέτως τόν ἐπιβεβαιώνουν: Αἰγύπτιοι, Ἀσσυροβαβυλώνιοι, Χετταῖοι, Φιλισταῖοι, Πέρσες καί ὅλοι οἱ λοιποί ἀρχαῖοι λαοί, ἀλλά καί φυλές πρωτόγονες καί ἀπολίτιστες, πού μελέτησε καί μελετᾶ ἡ Ἐθνογραφία, στήν συντριπτική τους πλειοψηφία καί κατά κανόνα θάπτουν τούς νεκρούς των. β) Οἱ πρόγονοί μας, ἀρχαῖοι Ἕλληνες, κατά κανόνα ἔθαπταν τούς νεκρούς των μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού ὀφείλονται σέ εἰδικές περιστάσεις πολέμου ἤ ἄλλους περιστασιακούς λόγους. γ) Ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι ἔθαπταν τούς νεκρούς των, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Herman Schutz μέ τήν Ὑφηγεσία του "Das Todenrecht im Alten Testament" (= Τό Δίκαιο τῶν νεκρῶν στήν Παλαιά Διαθήκη). Τό ἴδιο προκύπτει καί ἀπό τίς σχετικές ἐργασίες τῶν Ἑλλήνων Παλαιοδιαθηκικολόγων, Β. Βέλλα, ἀ. Χαστούπη, Ἠ. Οἰκονόμου, Ν. Παπαδόπουλου κ.ἄ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ μή ἐνταφιασμός στήν Π.Δ. ἀντιμετωπίζεται ὡς τιμωρία. Ἡ κατάκαυση τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρων καί ἡ κατ' ἀκολουθία καύση τῶν ἀνθρώπων καί μή ταφή αὐτῶν, ὀφείλεται στήν ἁμαρτία των καί ἐπιβάλλεται ἀπό τόν Θεό ὡς τιμωρία. Ὁ κατακλυσμός τοῦ Νῶε, πού εἶχε ὡς συνέπεια τόν θάνατο καί τόν μή ἐνταφιασμό τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ἐπιβάλλεται ἀπό τόν Θεό σάν τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες των. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἐπί μέρους ἐλάχιστες περιπτώσεις ἐγκλημάτων, τῶν ὁποίων ὁ δράστης τιμωρεῖται, ἐκτός τῶν ἄλλων ποινῶν, καί μέ τήν ποινή τῆς μή ταφῆς τοῦ νεκροῦ σώματός του. Ἔτσι στό Λευΐτ. κ´ 14 ὁρίζεται: "ὅς ἐάν λάβῃ γυναῖκα καί τήν μητέρα αὐτῆς, ἀνόμημά ἐστιν· ἐν πυρί κατακαύσουσιν αὐτόν καί αὐτάς, καί οὐκ ἔσται ἀνομίαν ἐν ὑμῖν." Τό νά λάβει λοιπόν κάποιος ὡς γυναῖκες του μάνα καί κόρη θεωρεῖται τόσο μεγάλο ἀνόμημα, ὥστε νά ἐπιβάλλεται καί κατά τῶν τριῶν συμμετόχων σ' αὐτή τήν συμπεριφορά ἡ ποινή τοῦ θανάτου καί ἡ καύση τῶν σωμάτων των, γιά νά μήν ὑπάρχει πλέον ἀνομία μεταξύ τῶν ζώντων. Ἀλλά καί ὁ Ἰούδας, ὅταν νόμισε ὅτι ἡ Θάμαρ, ἡ γυναίκα τοῦ νεκροῦ υἱοῦ του, εἶχε πορνεύσει (στήν πραγματικότητα δέν εἶχε γίνει αὐτό) διέταξε νά τήν φέρουν μπροστά του γιά νά κατακαυθεῖ (Γέν. λη´ 24). Καί κατά τό Λευϊτ. κα´ 9: "θυγάτηρ ἱερέως ἐάν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι... ἐπί πυρός κατακαυθήσεται".

Ἀκόμη, ἡ περιγραφομένη στήν Π.Δ. κατάκαυση βρεφῶν ἤ μικρῶν παιδιῶν στήν πυρακτωμένη κοιλία τοῦ μεταλλικοῦ ἀγάλματος τοῦ εἰδωλολατρικοῦ Θεοῦ Μολώχ μόνο ὡς ἀποκρουστέα καί ἀπόβλητη εἰδωλολατρική πράξη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ. Τέλος, καί ἡ περίπτωση τῆς παρ' ὀλίγον θυσίας τοῦ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος εἶχε τεθεῖ ἐπί βωμοῦ ἐπάνω σέ ξύλα, γιά νά σφαγεῖ καί νά προσφερθεῖ σάν θυσία ὁλοκαυτώματος στό Θεό, πράγμα πού τελικῶς δέν ἔγινε μέ ἐπέμβαση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, δηλώνει τήν κατάργηση ὄχι μόνο τῶν ἀνθρωποθυσιῶν γενικῶς, ἀλλά καί τῆς καύσεως τοῦ νεκροῦ σώματος. Ἔναντι αὐτῶν τῶν περιπτώσεων, στίς ὁποῖες ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐπιβάλλεται ὡς τιμωρία γιά πολύ βαρέα ἁμαρτήματα καί ἑπομένως ἐξ ἀντιδιαστολῆς δέν ἐπιτρέπεται γιά μή ἁμαρτωλούς, ὡς ἀποτελοῦσα ἐξαίρεση ἤ ἀνωμαλία, ὑπάρχει πλῆθος μαρτυριῶν στήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἀποδεικνύουν πλήρως ὅτι εἰς αὐτήν διδάσκεται καί ἐφαρμόζεται ἡ ταφή τῶν νεκρῶν ὡς μόνος κανονικός τρόπος ἀντιμετωπίσεως τοῦ θέματος τῆς μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων. Τοῦτο ἄλλωστε δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανένα, γι' αὐτό δέν θά μᾶς ἀπασχολήσει περαιτέρω.

 

2. Κρίνοντας τό κατά τά ἀνωτέρω πανανθρώπινο φαινόμενο τῆς ταφῆς καί ὄχι καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, πού παρατηρεῖται τόσο σέ ὀργανωμένες κοινωνίες, ὅσο καί σέ κατά φύση καί πρωτογόνως ζήσαντες ἤ ζῶντες ἀνθρώπους, κοινότητες ἤ φυλές, δέν θεωρῶ τολμηρό νά διατυπώσω τήν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιά στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐφαρμόζεται τό περίφημο χωρίο τοῦ Ἀπ. Παύλου: "Ὅταν γάρ ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσίν νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως..." (Ρωμ. β´ 14-15), μέ τό ὁποῖο καθώς καί μέ ἄλλες χριστιανικές μαρτυρίες ἐξαίρεται ἡ ἐφαρμογή τοῦ φυσικοῦ δικαίου ὡς τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού δέν ὑπῆρχε ὑπερφυσική ἀποκάλυψη. Ἡ ἀντιμετώπιση ἐξάλλου τοῦ θέματος τῆς ταφῆς καί ὄχι καύσεως τῶν νεκρῶν στήν Π.Δ. ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, διότι ἡ Π.Δ. ἐξακολουθεῖ καί σήμερα, ὀρθῶς ἑρμηνευομένη ὑπό τό φῶς τῆς Κ.Δ. καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, νά ἀποτελεῖ πηγή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

 

ΙΙ



Στήν Κ.Δ. ὁ μόνος γνωστός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ὁ ἐνταφιασμός. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διά τῶν λόγων καί τῆς πράξεώς Του ἐπιδοκιμάζει αὐτόν τόν τρόπο. Ἔτσι, ἀπό τά Εὐαγγέλια πληροφορούμεθα ὅτι, ἐνῶ ὁ Κύριος ἦταν ἀκόμη ζωντανός, λίγο πρό τοῦ πάθους Του, ἡ Μαριάμ ἄλειψε τούς πόδες Του μέ πολύτιμο μύρο. Τότε ὁ Ἰούδας, διαφωνώντας μέ αὐτήν τήν πράξη, παρατήρησε ὅτι αὐτό τό πολύτιμο μύρο θά ἦταν προτιμότερο νά πωληθεῖ καί τά χρήματα νά δοθοῦν στούς πτωχούς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός αὐτόν, ὅπως τήν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἶναι χαρακτηριστική. "Ἄφες αὐτήν ἵνα εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ποιήσῃ τοῦτο. Τούς πτωχούς γάρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε" (Ἰωάν. ιβ´ 7). Συνεπῶς, ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός γνωρίζει ὅτι μετά τό πάθος Του θά ἐπακολουθήσει ὁ ἐνταφιασμός Του καί σαφῶς τόν ἐγκρίνει, διδάσκοντας μάλιστα ρητῶς ὅτι ἀξίζει ἡ δαπάνη τοῦ πολυτίμου μύρου γιά τά νεκρά σώματα, πράγμα πού προτιμᾶ ἀπό τό νά δοθοῦν τά χρήματα τῆς δαπάνης αὐτῆς στούς πτωχούς, γιά τούς ὁποίους ὡς γνωστόν, τόση μεγάλη μέριμνα ἔλαβε. Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ὁ Κύριος τελικά πράγματι ἐνταφιάστηκε μετά τό πάθος Του καί ἡ διαδικασία τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του, ὅπως περιγράφεται στήν Κ.Δ. καί ἰδιαίτερα στό Ματθ. κζ´ 57-61, διδάσκει πολλά γιά τό θέμα μας. Κατά τό ἀπόσπασμα αὐτό ὁ πλούσιος Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας ζήτησε καί ἔλαβε ἀπό τόν Πιλάτο τό σῶμα τοῦ κατά τήν σάρκα θανατωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό τύλιξε σέ καθαρή σινδόνα καί τό τοποθέτησε στήν θύρα τοῦ μνημείου. Μέ τούς ἀνωτέρω λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό παράδειγμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του κρίνουμε ὄχι τολμηρό νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐξαγιάστηκε ἡ ταφή τῶν νεκρῶν ὡς σωστή πράξη ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν χριστιανῶν, πού εἶναι καί πρέπει νά εἶναι μιμητές Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδή πιστεύουμε ὅτι ἀκόμη καί ἄψυχοι τόποι, ὅπως εἶναι ὁ φρικτός Γολγοθᾶς, ὁ Πανάγιος Τάφος, τό Σπήλαιον τῆς Γεννήσεως κ.ἄ. ἐξαγιάστηκαν ἀπό τήν παρουσία εἰς αὐτούς τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τό θάνατό Του ἐξαγιάζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα καί πολλά ἄλλα, ὅπως ὁ γάμος πού ἔγινε μυστήριο, διότι τό εὐλόγησε μέ τήν παρουσία Του στό γάμο τῆς Κανᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τό βάπτισμα, ἡ θεία Εὐχαριστία καί τά λοιπά μυστήρια, τῶν ὁποίων ἡ σύσταση ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἀνάγεται στήν θεία βούληση.

Τό ἴδιο καί ἐδῶ νά δεχθοῦμε ὅτι ἔχουμε παράδοση ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο τῆς ταφῆς ὡς ὀρθοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἐπέλεξε γιά τόν ἑαυτόν του τήν ταφήν καί ἔτσι τήν ἐξαγίασε, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐγκαταλείψουμε τό παράδειγμα πού μᾶς ἀφῆκε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀφοῦ συνδέεται μέ τήν ἀνάσταση ὄχι μόνο τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν δικῶν μας σωμάτων, κατά τρόπον πού ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τήν Ἐκκλησία μας.

Στό σημεῖο αὐτό ἴσως προβληθεῖ ἡ ἔνσταση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός βρῆκε μιά παράδοση ἰουδαϊκή, τήν ὁποία ἁπλῶς δέν θέλησε νά καταργήσει γιά τόν ἑαυτό Του. Μιά τέτοια ἔνσταση ὅμως θά παραγνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάργησε πολλές συνήθειες καί παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων, ἀκριβῶς διότι ἦσαν ἐσφαλμένες ἤ ἀτελεῖς. Τίς ἐσφαλμένες αὐτές παραδόσεις, πού οἱ Φαρισαῖοι ἐνεφάνιζαν σάν διδασκαλίες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς τίς χαρακτηρίζει ὡς "ἐντάλματα ἀνθρώπων" (Ματθ. ιε´ 9) καί γι' αὐτές τίς παραδόσεις των οἱ Φαρισαῖοι ἀκούουν τά ἀκόλουθα ἐλεγκτικά καί ἐπικριτικά λόγια τοῦ Ἰησοῦ: "Διατί καί ὑμεῖς παραβαίνετε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν;... καί ἠκυρώσατε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν, ὑποκριταί..." (Ματθ. ιε´ 6). Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων σωστές δέν ἐφαρμόζονται, οὔτε ἐξαγιάζονται, ἀλλά ἀπορρίπτονται καί καταργοῦνται ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Τήν τιμή ὅμως τοῦ νεκροῦ σώματος, διά τῆς περιποιήσεως καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ὁ Ἰησοῦς τήν θέτει τόσο ψηλά, ὥστε στό προσῆκον μέτρο νά τήν προτάσσει ἀκόμη καί ἀπό τήν βοήθεια πρός τούς πτωχούς, γιά τούς ὁποίους τόση μέριμνα ἔλαβε. Ἔτσι, ἡ τιμή τοῦ νεκροῦ σώματος καί ὁ ἐνταφιασμός του ἐπιλέγονται τελικά ἀπό τόν Ἰησοῦ ἐνσυνείδητα, καθαγιάζονται καί προβάλλονται ἀπό τόν ἴδιο ὡς παράδειγμα πρός μίμηση. Χαρακτηριστική εἶναι ἀκόμα καί ἡ περιγραφή τοῦ Ματθ. κζ´ 5253, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι, ἀμέσως μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀφῆκε τό πνεῦμα του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, σχίστηκε τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἔγινε σεισμός, οἱ πέτρες σχίστηκαν "καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετά τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς". Καί τό χωρίο τοῦτο ἔχει, φρονοῦμε, ἔντονο δογματικό χαρακτήρα περί τῆς τύχης τῶν σωμάτων μετά θάνατον καί τήν ἀνάσταση αὐτῶν. Τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ ἀκολούθησε καί ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία ἐνταφιάζει ὄχι μόνον τόν Πρωτομάρτυρα τοῦ χριστιανισμοῦ Στέφανο (Πράξ. η´ 2), ἀλλά ἀκόμη καί τούς ἀποθανόντας σέ ἁμαρτία Ἀνανία καί Σαπφείρα (Πράξ. ε´ 6 καί 10). Τό παράδειγμα τῶν τελευταίων ἀποδεικνύει ὅτι ὁ χριστιανισμός παύει νά ἐφαρμόζει τό ἀρχαῖο ἑβραϊκό δίκαιο τῆς καύσεως τῶν σωμάτων τῶν ἁμαρτωλῶν νεκρῶν. Ἀπό τόν Ἱππόλυτο πληροφορούμαστε ἀκόμη περί τῆς ταφῆς πολλῶν Ἀποστόλων (Migne PG 10, 952 B). Ὁ Ἱερώνυμος κάνει λόγο γιά τόν ἐνταφιασμό τῶν ἀποστόλων Πέτρου, Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καί Μάρκου, τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καί ἄλλων (Migne PL 23, 1337 D). Ἐνδεικτικά εἶναι τά ὅσα λέγει σχετικῶς μέ τήν ταφή καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, κατά τόν ὁποῖο "κοινοί γάρ εἰσίν τῆς φύσεως νόμοι παρά πᾶσιν ἀνθρώποις, τόν ἀπελθόντα τῇ γῇ κρύπτεσθαι καί ταφῇ παραδίδοσθαι καί τοῖς κόλποις τῆς πάντων μητρός περιστέλλεσθαι γῆς. Καί τούτου οὐχ Ἕλλην, οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης, οὐκ εἴ τις ἐκείνων ἀγριώτερος ἐκίνησεν νόμους ποτέ, ἀλλ' αἰδοῦνται καί φυλάττειν ἅπαντες καί οὕτως εἰσίν ἱεροί καί πᾶσι αἰδέσιμοι".

Περί τοῦ χωρίου τούτου καί ἄλλων σημαντικῶν θέσεων τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βλ. Δ. Πετρακάκου, Die Toten im Recht nach den Lehre und den Normen des orthodoxen morgenländischen Kirchenrecht und der Gesetzgebung Griechenlands, Leipzig 1950, σελ. 90 καί ἑξῆς. Καί ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει ὅτι κατ' ἀντίθεση πρός τήν ἰουδαϊκή ἀντίληψη ὅτι τά νεκρά σώματα εἶναι βδελυκτά, τά λείψανα τῶν ὑπέρ Χριστοῦ ἀποθανόντων εἶναι τίμια: "Καί ὅτε μέν ἰουδαϊκῶς ἀπέθνησκον οἱ ἄνθρωποι βδελυκτά ἦν τά θνησιμαῖα· ὅτε δέ ὑπέρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια τά λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ" (Migne PG 32, 1268 A). Ἀνάλογα διδάσκουν καί οἱ Ἀποστολικές Διαταγές. "Μή παρατηρεῖσθε οὖν τά ἔννομα καί φυσικά νομίζοντες μολύνεσθαι δι' αὐτῶν· μηδέ ἐπιζητεῖτε ἰουδαϊκούς ἀφορισμούς ἤ συνεχῆ βαπτίσματα ἤ καθαρισμούς ἐπί θίξει νεκροῦ... ὅθεν καί ἡμεῖς, ἐπίσκοποι, καί οἱ λοιποί, ἀπαρατηρήτως ἁπτόμενοι τῶν κεκοιμημένων μή νομίσητε μαίνεσθαι, μηδέ βδελύσσεσθε τά τούτων λείψανα" (Μigne PG 1,988 B). Περαιτέρω, ὁ ἱερός Χρυσόστομος προβάλλει καί τήν σωστή δογματική σημασία τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πού πρέπει νά γίνεται πρός δόξαν Θεοῦ "...κηδεύσωμεν τούς ἀπελθόντας ὡς καί ἡμῖν καί ἐκεῖνοις συμφέρει πρός δόξαν Θεοῦ" (Migne PG 59, 467). Ὁ Ὠριγένης χαρακτηρίζει τά ἐνταφιαζόμενα σώματα ὡς ὄργανα ψυχῆς, τά ὁποῖα ἐνταφιάζονται μέ τιμή κατά τά "νενομισμένα", "ψυχήν γάρ λογικήν τιμᾶν μόνην ἡμεῖς ἴσμεν καί τά τοιαύτης ὄργανα μετά τιμῆς παραδιδόναι κατά τά νενομισμένα ταφῇ" (Ὠριγένης, Κατά Κέλσου 8,30). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα τήν συμπεριφορά κάποιου Γρηγορίου πού δέν ἐπέτρεψε τήν ταφή νεκρῆς (Migne PG 25, 708 B). Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος παραδίδει ὅτι διῶκτες τῶν χριστιανῶν ἦσαν "ἐπιμελῶς παραφυλάσσοντες νύκτωρ καί μεθ' ἡμέραν, μή κηδευθῇ τις ὑφ' ἡμῶν" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 3,2,59) καί γι' αὐτό "τά δεδομένα καθ' ἡμᾶς ἐν μεγάλῳ καθειστήκει πένθει διά τό μή δύνασθαι τά σώματα κρῦψαι τῇ γῇ" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5,2,61), ἀλλά οἱ νεκροί χριστιανοί "ἀντί γῆς καί τάφων θαλαττείοις παραδίδονται κύμασι" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 8,7,6). Ὁ Ἱερώνυμος διηγεῖται ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων παρακαλοῦσε ἐξορκίζοντάς την, τήν ἁγία Κωνσταντία, νά μή τόν ἀφήσει οὔτε μία ὥρα ἄταφο, ἀλλά νά τόν θάψει ἀμέσως μόλις πεθάνει καλύπτοντάς τον μέ χῶμα, μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε ἀκόμη καί μέ τό χοντρό παλτό του (Migne PL 23,52). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζοντας τήν πίστη τῶν χριστιανῶν στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων ὁμιλεῖ γιά σῶμα ἀνέπαφο μέχρι τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν (Migne PG 95,465).

 

ΙΙΙ



 

Σημαντικές εἶναι οἱ περί ταφῆς μαρτυρίες πού σώζονται καί στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ δύναμη τῶν μετά τήν ταφή ἀπομενόντων λειψάνων εἶναι μερικές φορές τόσο μεγάλη, ὥστε "ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 282/782). Ἡ καύση τῶν νεκρῶν θά στεροῦσε ἀπό τούς χριστιανούς τή θαυματουργική αὐτή ἐνέργεια τῶν ἁγίων λειψάνων. Περί τοῦ ἐξαγιασμου τοῦ Τάφου καί τῶν λοιπῶν σκηνωμάτων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται στήν Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο: "Οὕτως καί ἡμεῖς οἱ πιστοί ἅπαντες ὡς μέν ράβδον Χριστοῦ τόν σταυρόν προσκυνοῦμεν· ὡς δέ θρόνον καί κοίτην αὐτοῦ τό Πανάγιον μνῆμα, ὡς δέ οἶκον τήν φάτνην καί τή Βηθλεέμ καί τά λοιπά ἅγια αὐτοῦ σκηνώματα" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 281/7812). Στά Πρακτικά τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνεται λόγος περί τῆς ταφῆς τῆς ἁγίας Εὐφημίας, πού ἐνταφιάστηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές πλησίον τοῦ ναοῦ καί καθιερώθηκε καί ἑορτή πρός τιμήν της. Ἡ ὅλη ἐκτενής περιγραφή ἀφήνει νά διαφανεῖ ὅτι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξαίρει αὐτόν τόν τρόπο τῆς ταφῆς καί τῆς τιμῆς τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 273/7732). Στήν πράξη Δ´ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει ὁμολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου Ἀμορίου, πού ἔγινε δεκτή ἀπό τήν Σύνοδο, στήν ὁποία ὁμολογία ἐκτός τῶν ἄλλων ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς: "ὁμοίως καί τά λείψανα τῶν ἁγίων προσκυνῶ καί τιμῶ καί ἀσπάζομαι, ὡς ἀθλησάντων ὑπέρ Χριστοῦ καί λαβόντων χάριν παρ' αὐτοῦ ἰάσεις ἐπιτελεῖν, καθώς ἡ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων τῶν ἕως ἡμῶν" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 231/7731). Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ Ὁμολογία πίστεως τοῦ Βασιλείου Ἀγκύρας στήν Α´ Πράξη τῆς αὐτῆς Συνόδου: "...καί πάντων τῶν ἁγίων καί τά ἅγια καί τίμια λείψανα αὐτῶν μετά πάσης τιμῆς ἀποδεχόμενος ἀσπάζομαι καί τιμητικῶς προσκυνῶ, πίστιν ἔχων μετέχειν παρ' αὐτῷ ἁγιασμοῦ" (Ζ´ Οἰκουμ. Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 229/7729).

Πολλές ἀκόμη μαρτυρίες ἐξαίρουν τήν ταφήν, ὅπως τήν ἑκουσία ταφή τοῦ Κυρίου (Μansi 2, 761 D) , τήν ταφή τῆς σαρκός τοῦ Κυρίου (Mansi 3, 228 B), τήν τριήμερο ταφή Του (Mansi 2, 76 C), τήν ἀξία τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου (Mansi 9, 520 A) κ.ἄ. Ἀκόμη ἀναφέρεται ὅτι οἱ τάφοι τῶν ἁγίων βρύουν ἰάματα (Mansi 13, 495 D).

 

IV



Ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες προκύπτει ἐπίσης, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ὁ Κανόνας 13 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει: "Περί δέ τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν, ὥστε, εἴ τις ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καί ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μή ἀποστερεῖσθαι. Εἰ δέ ἀπογνωσθείς, καί κοινωνίας τυχών, πάλιν ἐν τοῖς ζῶσιν ἐξετασθῇ, μετά τῶν κοινωνούντων τῆς εὐχῆς μόνης ἔστω. Καθόλου δέ, καί περί παντός οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ Ἐπίσκοπος μετά δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς". Ἀπό τόν κανόνα αὐτόν προκύπτει ὅτι τόσον σεβασμό ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας πρός τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο, ὥστε δέν διστάζει νά δώσει τή Θεία Κοινωνία ἀκόμη καί λίγες στιγμές πρό τοῦ θανάτου, παρόλο πού γνωρίζει ὅτι σέ λίγο θά ὑπάρχει μόνο ἄψυχο σῶμα. Βέβαια, τούς ἤδη νεκρούς δέν τούς κοινωνεῖ, διότι οἱ νεκροί δέν μποροῦν πλέον νά ἐκφράσουν βούληση κοινωνίας, οὔτε νά λάβουν καί νά φάγουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, οὔτε νά πιοῦν τό αἷμα Του. Συναφῶς ὁ Κανόνας 83 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: "Μηδείς τοῖς σώμασι τῶν τελευτησάντων τῆς εὐχαριστίας μεταδιδότω. Γέραπται γάρ "Λάβετε φάγετε"· τά δέ νεκρῶν σώματα οὐδέ λαβεῖν δύναται οὐδέ φαγεῖν". Τά ἴδια διδάσκει καί ὁ Κανόνας 18 τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης. Σημαντικός γιά τό θέμα μας εἶναι καί ὁ κανών 7 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τόν ὁποῖο: "Ἔφη Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι· τισί δέ καί ἐπακολουθοῦσιν. Ἁμαρτιῶν οὖν προκαταλαμβανουσῶν, καί ἕτεραι ἁμαρτίαι ἕπονται ταύταις. Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν χριστιανοκατηγόρων, καί ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γάρ τήν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕτερά τινα ἔθη παραλελοίπασιν, ἅ χρή ἀνανεωθῆναι, καί κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν, οὕτω κρατεῖν. Ὅσοι οὖν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν ἐκτός ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετά τῆς συνήθους εὐχῆς. Ὁ δέ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκώς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις". Εἶναι σαφές καί ἀπό τόν κανόνα αὐτόν ὅτι ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν διά τῆς τοποθετήσεως εἰς αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτή ἡ καθιέρωση, πρωτίστως θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, τήν ὕπαρξη τῶν ὁποίων ἐγγυᾶται μόνο ἡ ταφή τῶν σωμάτων καί ὄχι καί ἡ καύση αὐτῶν, μέ τήν ὁποίαν μεταβάλλεται σέ στάχτη ὁ νεκρός. Ἡ στάχτη αὐτή βέβαια δέν εἶναι ἅγιο λείψανο, ἀλλά κάτι διαφορετικό σέ σύσταση καί ποιότητα ἀπό τά ἅγια λείψανα. Ἡ στάχτη οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε πρός καθιέρωση ναῶν.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, καί μόνο αὐτός ὁ κανόνας θά ἦταν ἀρκετός γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία κατά τούς Ἱερούς Κανόνες γιά νά μποροῦν νά ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, πού ἐκτός τῶν λοιπῶν θαυματουργῶν των εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν. Κατά τῆς καύσεως τῶν σωμάτων στρέφεται ἔμμεσα ὁ Κανόνας 65 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐπικρίνει τόν Μανασσῆ, διότι "διήγαγε τά τέκνα αὐτοῦ ἐν πυρί". Ὁ κανόνας αὐτός συναριθμεῖ τήν ὑπό τοῦ Μανασσῆ καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες πράξεις εἰδωλολατρείας πού ἔκανε καί γι' αὐτό "ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργίσαι αὐτόν". Ἐδῶ ἔχουμε μιά αὐθεντική ἀξιολόγηση ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς εἰς τήν Π.Δ. καύσεως τῶν παιδιῶν τοῦ Μανασσῆ ὡς εἰδωλολατρικῆς καί ἄρα καταδικαστέας συμπεριφορᾶς. Ὁ κανόνας 101 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει χρήσιμα γιά τό θέμα μας στοιχεῖα, ὁρίζοντας τά ἀκόλουθα: "Σῶμα Χριστοῦ καί ναόν, τόν κατ' εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ὁ θεῖος ἀπόστολος μεγαλοφώνως ἀποκαλεῖ. Πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως ὑπερκείμενος ὁ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ οὐρανίου τυχών ἀξιώματος ἐσθίων καί πίνων Χριστόν, πρός ζωήν διά παντός μεθαρμόζεται τήν ἀΐδιον, ψυχήν καί σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας ἁγιαζόμενος χάριτος...". Ἐδῶ ἔχουμε σαφῆ δογματική ἀξιολόγηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο κατά τόν παρόντα ἱερό Κανόνα εἶναι "σῶμα" καί "ναός" τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει γίνει "κατ' εἰκόνα Θεοῦ". Εἶναι ὁ ὑπερκείμενος ὅλης τῆς αἰσθητῆς φύσως καί ὁ μόνος πού τοῦ ἔχει παραχωρηθεῖ τό οὐράνιο προνόμιο καί μετέχει τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καί νά ἐσθίει τό τίμιο σῶμα Του καί νά πίνει τό τίμιο αἷμα Του ἤ, ὅπως ρητῶς τονίζει ὁ Κανόνας, νά ἐσθίει καί νά πίνει Χριστό.

Ἔτσι προσοικειοῦται τήν αἰώνιο ζωή καί τόσον ἡ ψυχή του ὅσο καί τό σῶμα του ἁγιάζονται ἀπό τή Θεία Χάρη. Ρητῶς, λοιπόν, προβάλλεται ἐδῶ ὁ ἐξαγιασμός ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτή δεικνύει μαζί μέ πλῆθος ἄλλες μαρτυρίες, περί τῶν ὁποίων διαλαμβάνει ἡ σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν μεγάλη ἀξία καί σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ναός τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά παραδίδεται στήν ἐξαφάνιση καί καταστροφή του διά πυρᾶς. Ἀπό τόν Κανόνα 9 τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας προκύπτει ὅτι ἀκριβῶς ἡ ἁγιότητα τῶν σωμάτων τῶν ἁγίων ἐπιβάλλει τήν ἐπίσκεψη τῶν πιστῶν στά κοιμητήρια αὐτῶν καί ἡ ἀπόδοση σέ αὐτούς τῶν καθιερωμένων τιμῶν ὄχι ὅμως καί στά κοιμητήρια τῶν αἱρετικῶν. Τά ἴδια περίπου διδάσκει καί ὁ Κανόνας 34 τῆς ἴδιας Συνόδου περί τῆς τιμῆς τῶν Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς ψευδομάρτυρες τῶν αἱρετικῶν, πού δέν πρέπει νά τιμῶνται. Τά θυσιαστήρια πρέπει νά ἔχουν λείψανα ἤ σῶμα μαρτύρων κατά τόν Κανόνα 83 (91) τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, διαλαμβάνοντα: "Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα τά πανταχοῦ ἀνά τούς ἀγρούς καί τούς ἀμπελῶνας θυσιαστήρια, ὡσανεί εἰς μνήμην μαρτύρων καθιστάμενα, ἐν οἷς οὐδέ ἕν σῶμα ἤ λείψανον μαρτύρων, ἀποκείμενα δείκνυνται, ἀπό τῶν ἐντοπίων ἐπισκόπων, εἰ ἔστι δυνατόν, καταστρέφωνται... καί παντελῶς μηδέ μνήμη μαρτύρων ἐπιτελεσθῇ, εἰ μήπου ἤ σῶμα, ἤ τινα λείψανα ὦσιν, ἤ ἀρχαιογονία τινός οἰκήσεως ἤ κτήσεως ἤ πάθους πιστῇ ἀρχαιότητι παραδιδῶνται".

Τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἄν δέν γινόταν ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, δέν θά ἀπέθνησκε. Οἱ ἀντίθετα φρονοῦντες ἀναθεματίζονται ὡς αἱρετικοί ἀπό τόν Κανόνα 101 (112) τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος ἐπάγεται: "Ἵνα ὅστις λέγῃ τόν Ἀδάμ, τόν πρωτόπλαστον ἄνθρωπον, θνητόν γενόμενον οὕτως, ὡς εἴτε ἁμαρτήσοι, εἴτε μή ἁμαρτήσοι τεθνηξόμενον ἐν τῷ σώματι, τουτέστιν, ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ σώματος μή τῇ ἀξίᾳ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τῇ ἀνάγκῃ τῆς φύσεως, ἀνάθεμα ἔστω". Ἡ φύση λοιπόν τοῦ πλασθέντος ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπίνου σώματος δέν ἦταν θνητή. Ἔγινε θνητό τό ἀνθρώπινο σῶμα λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Συνεπῶς, ὁ πιστός διά τῆς πίστεως καί τῶν ἀγαθῶν του ἔργων μπορεῖ νά σωθεῖ καί νά ἀποκατασταθεῖ ἔτσι τό σῶμα του στό ἀρχαῖο κάλλος πού εἶχε πρό τῆς πτώσεως. Ἡ ἀξία αὐτή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος σέ συνδυασμό μέ ὅσα λέχθηκαν περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ σῶμα Χριστοῦ, ναό Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπιβάλλουν τήν ἀπόδοση στό σῶμα τῆς ἀξίας τήν ὁποία ἔχει καί τήν μή καταστροφή καί ἐξαφάνισή του διά τῆς πυρᾶς, διότι κάτι τέτοιο δέν θέλησε ὁ Δημιουργός του.

 

V



ταφή ὡς συνήθεια ἐκκλησιαστική:


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ



Ποιούς πολεμούν
Οι δαίμονες μισούν όλους άνεξαιρέτως τους ανθρώπου ...
Περισσότερα >>
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ. Αστάθειες και αμφιταλαντεύσεις του Δαρβίνου
Πριν πούμε ποιοι εκμεταλλεύθηκαν τη θεωρία του Δαρ ...
Περισσότερα >>