www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Α΄ ενότητα

ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής»

1. Λένε για τον μακάριο Αντώνιο ότι ποτέ του δε σκέφθηκε να κάνει κάτι πού να ωφελεί τον εαυτό του πιότερο από τον πλησίον του κι αυτό, γιατί πίστευε πώς το κέρδος του πλησίον του είναι γι' αυτόν άριστη εργασία.
2. Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πώς «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ' αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.
3. Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματα τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.
4. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δε ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός πού απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν' αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε πού να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, πού είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και πού ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό -να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ό ίδιος ό Κύριος είπε ότι «οποίος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. "Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ό Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ό άγιος Μακάριος ό Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους πού καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα 'θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ό αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ' όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, πού πήρε από το κελί του με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ό αββάς Αγαθών, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο πού ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ό αββάς ήταν ό πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ' όλους. Αυτός λοιπόν ό θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρο του οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μιαν άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι πού ό άρρωστος έγινε καλά.
5. Ό λόγος του Κυρίου ό αληθινός και αψευδής μας λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη τον Θεού (Ματθ. 6, 24).
Αυτός ό άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, πού από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ό ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός πού στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ό Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό πού έχεις, μην πεις μέσα στην καρδιά σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει και ότι ό Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι, πού δε γνωρίζουν το Θεό. Ό δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή πού του έκανε ό ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να τη χάσει. Ό φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από το Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ό Κύριος. Σύ όμως, πού θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή πού σου έκανε ό Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ό Θεός, πού με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, πού μου 'δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομα σου και πού με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, πού όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, πού περπάτησαν αυτό το δρόμο. (23-4).
Η αγάπη είναι καρπός προσευχής
1. Ή αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Ή αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ό άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια «ακηδία» οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη.
2. Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του.
Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος
1. Παράδεισος είναι ή αγάπη του Θεού. Μέσα σ' αυτήν υπάρχει ή τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ' αυτόν τον παράδεισο ό μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά πού μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε πού τα 'βαλε ό λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ό Θεός για κείνους πού τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκε ό Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι ή αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ό Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ίδρωτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ' αγκάθια, το ψωμί του ίδρωτα και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί πού επέτρεψε ό Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωση του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, ή εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ' αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ό σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ' αυτά με τον ίδρωτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ό ουράνιος άρτος είναι ό Χριστός, πού ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αύτη ή ζωή είναι ή τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ίω. 6, 58). Διότι «ό τρώγων -λέει- από τον άρτο πού εγώ θα του δώσω, ποτέ ("εις τον αιώνα") δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος πού τρώγει από τον άρτο της αγάπης, πού είναι ό Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός πού τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ό απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «Ό Θεός είναι αγάπη» (1 Ίω. 4, 8). Λοιπόν οποίος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή και σ' αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον όποιο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.
Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας τον Θεού
1. Ή αγάπη είναι ή βασιλεία, πού μυστικά υποσχέθηκε ό Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά ή αγάπη; Γιατί ή αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Ή αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί πού ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Ψ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός πού ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι και ένιωσαν ντροπή οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια και οι φτωχοί και πλούτισαν με την ελπίδα και οί άρρωστοι και έγιναν υγιείς και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί.
Η πρακτική αγάπη
1. Όπως το λάδι συντηρεί το φως του λυχναριού, έτσι και ή ελεημοσύνη τρέφει στην ψυχή την αληθινή γνώση του Θεού. Το κλειδί της καρδιάς για την απόκτηση των θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω της αγάπης προς τον πλησίον.
τι ωραία και αξιέπαινη πού είναι ή αγάπη προς τον πλησίον, εάν βέβαια ή μέριμνα γι' αυτή δεν μας αποσπά από την αγάπη του Θεού! Πόσο γλυκιά είναι ή συντροφιά των πνευματικών μας αδελφών, εάν μπορέσουμε να φυλάξουμε μαζί μ' αυτήν και την κοινωνία με το Θεό!
2. Ένας άνθρωπος πού ασχολείται με τα βιοτικά και ασκεί χειρωνακτική εργασία και λαμβάνει από άλλους βοήθεια, αυτός έχει χρέος να δώσει ελεημοσύνη. Αν αμελήσει γι' αυτήν, ή ασπλαχνία του είναι ενάντια στην εντολή του Κυρίου.
3. Ένας μοναχός έχει, ας πούμε, κανόνα να ησυχάζει στο κελί του επτά εβδομάδες ή μία εβδομάδα και, αφού εκπληρώσει τον κανόνα του, συναντιέται και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και παρηγορείται μαζί τους. Αυτός λοιπόν, αν αδιαφορεί για τους πονεμένους αδελφούς του, στοχαζόμενος ότι αρκεί ό εβδομαδιαίος κανόνας του, είναι ανελεήμων και σκληρός γιατί με το να μην έχει ελεημοσύνη στην καρδιά του και με το να υψηλοφρονεί και να συλλογίζεται το ψευδός, δε συγκαταβαίνει να συμμετάσχει στον πόνο των αδελφών του.
Όποιος καταφρονεί τον ασθενή αδελφό του δεν πρόκειται να δει το φως του Θεού. Και οποίος αποστρέφει το πρόσωπο του από τον ευρισκόμενο σε στενοχώρια, ή ημέρα του θα είναι σκοτεινή.
4. Είπε ένας γνωστικός άγιος ότι τίποτε δεν μπορεί να λυτρώσει το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να τον βοηθήσει όταν το πάθος της πορνείας είναι σε έξαψη, όσο το να επισκέπτεται και να υπηρετεί τους κατάκοιτους και κείνους πού λιώνουν από το σωματικό πόνο.
5. Είπε ό Κύριος: «Ό,τι θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να κάνετε σ' αυτούς»(Λουκ. 6, 31) Όταν όμως ό άνθρωπος δεν έχει υλικά αγαθά ούτε σωματική δύναμη για να εκπληρώσει την αγάπη προς τον αδελφό του, τότε είναι αρκετή για το Θεό μόνη ή αγάπη για τον αδελφό, πού φυλάγεται στην προαίρεση του.
Η αγάπη τον Θεού είναι αστείρευτη
1. Ή αγάπη πού προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, πού συντηρείται με το λάδι ή ακόμη, μοιάζει με το χείμαρρο, πού τρέχει μόνο όταν βρέχει και γίνεται ξερός όταν σταματήσει ή βροχή. Όμως ή αγάπη πού προέρχεται από το Θεό είναι σαν την πηγή πού αναβλύζει και ποτέ δε σταματάει ή ροή της και το νερό της δε σώνεται, γιατί ό Θεός μόνος είναι ή πηγή της αγάπης.
Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση
1. Ή αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι' αυτό και ή καρδιά εκείνου πού την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης πού τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:
Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ' αυτόν ό φόβος και ή συστολή («αιδώς») και γίνεται εκστατικός. Και ή δύναμη πού συμμαζεύει το νου χάνεται και έρχεται, σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ό νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική δράση και χάνει την αίσθηση της κίνησης του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ό νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και ή διάνοια του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.
Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματα τους σαν το τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά πού έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός και εμείς να τη φτάσουμε!
Αληθινή ελεημοσύνη
1. Σπείρε την ελεημοσύνη με ταπείνωση και θα θερίσεις το έλεος του Θεού την ημέρα πού θα σε κρίνει. Ποια αμαρτήματα σε έκαναν να χάσεις τη χάρη του Θεού; Απ' αυτά να θεραπευθείς για να την αποκτήσεις. Έχασες τη σωφροσύνη; Δε δέχεται από σένα ό Θεός την ελεημοσύνη ενόσω επιμένεις στην πορνεία. Διότι ό Θεός από σένα θέλει τον αγιασμό του σώματος.
Ο πραγματικός ελεήμων
1. Ο ελεήμων να δίνει ελεημοσύνη απ' αυτά πού ό ίδιος απέκτησε, με το δικό του μόχθο και πόνο, και όχι απ' αυτά πού κέρδισε με το ψέμα και την αδικία και με πονηριές. Ένας άγιος άνθρωπος είπε: Αν θέλεις να σπείρεις την αγάπη σου στους φτωχούς, να σπείρεις από τα δικά σου. Αν πάλι θέλεις να σπείρεις από τα αγαθά των ξένων, πού απέκτησες άδικα, να γνωρίζεις ότι θα γίνουν για σένα πιο πικρά από τα αγριόχορτα. Σάς λέω λοιπόν εγώ, ότι αν ό ελεήμων δεν ξεπεράσει τα όρια της δικαιοσύνης, δεν είναι ελεήμων γιατί πρέπει όχι μόνο από τα δικά , του να δίνει ελεημοσύνη, αλλά και με χαρά να υπομένει τις αδικίες πού του γίνονται από τους άλλους και να ελεεί αυτούς πού τον αδικούν. Όταν νικήσει τη δικαιοσύνη με την ελεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, όχι με τα στεφάνια των δικαίων του ιουδαϊκού νόμου, αλλά με τα στεφάνια των τελείων, πού αναφέρει το ευαγγέλιο. Γιατί το να δίνει κανείς στους φτωχούς από τα δικά του και να ντύνει το γυμνό και να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του και να μην αδικεί, ούτε να λέει ψέματα, αυτά και ό παλιός νόμος τα απαιτούσε. Όμως ή τελειότητα της οικονομίας του ευαγγελίου έτσι προστάζει: «απ' αυτόν πού αρπάζει τα πράγματα σου μην τα ζητάς πίσω και να δίνεις σ' οποίον ζητάει από σένα, χωρίς διάκριση», αν είναι συγγενής σου ή ξένος κ.λπ. (Ακ. 6, 30). Και όχι μόνο όταν αρπάζουν τα πράγματα σου, αλλά και τα άλλα δυσάρεστα πού σου έρχονται απέξω, πρέπει να τα υπομένεις με χαρά και να θυσιάζεις ακόμη και τη ζωή σου για τον αδελφό σου. Αυτός είναι ό πραγματικός ελεήμων και όχι αυτός πού δίνει απλώς με το χέρι του ελεημοσύνη στον αδελφό του. Όποιος λοιπόν ακούσει ή δει με τα μάτια του ότι κάτι στενοχωρεί τον αδελφό του και δεν μπορεί να τον αναπαύσει με υλικά αγαθά, αλλά τον συμπονάει και καίεται ή καρδιά του γι' αυτόν και αυτός είναι αληθινά ελεήμων. Το ίδιο είναι ελεήμων και όποιος δεχθεί ράπισμα από τον αδελφό του και δεν του αντιμιλήσει με την κοσμική αδιαντροπιά και δεν προκαλέσει λύπη στην καρδιά του.
Η αγάπη δε γνωρίζει την ντροπή ούτε τα μέτρα της
1. Ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει την ντροπή γι' αυτό και δε γνωρίζει την τυποποιημένη κοσμιότητα. Ή αγάπη έχει το φυσικό ιδίωμα να μη γνωρίζει σε ποια μέτρα βρίσκεται. Ευτυχής είναι εκείνος πού βρήκε εσένα, πού είσαι το λιμάνι κάθε χαράς!
Η ελεημοσύνη μας κάνει ομοίους με το Θεό
1. Θέλεις να έχεις πνευματική κοινωνία με το Θεό και να απολαύσεις εκείνη την ηδονή πού είναι ελεύθερη από τις σωματικές αισθήσεις; Ακολούθησε την εντολή της ελεημοσύνης. Αυτή ή ελεημοσύνη του Θεού, όταν βρεθεί μέσα στην καρδιά σου, εικονίζει μέσα σου εκείνο το άγιο κάλλος του Θεού, ως προς το όποιο ήδη έγινες όμοιος με αυτόν.
Να εξισώσεις όλους τους ανθρώπους στην ελεημοσύνη και στην τιμή
1. Αδελφέ μου ασκητή, αν σου περισσεύει κάτι απ' αυτά πού σου χρειάζονται για σήμερα, δώσ' το στους φτωχούς και πήγαινε να προσφέρεις τις προσευχές σου στο Θεό με παρρησία. Μίλησε δηλ. με το Θεό σαν γιος με πατέρα. Τίποτε δεν μπορεί να φέρει την καρδιά μας κοντά στο Θεό, όσο ή ελεημοσύνη. Και τίποτε δεν προκαλεί στο νου τόση γαλήνη, όση ή θεληματική φτώχεια. Καλύτερα να σε λένε οι πολλοί άνθρωποι άμαθη για την απλότητα των τρόπων σου, παρά να δοξάζεσαι ως σοφός και πανέξυπνος. Εάν ένας άνθρωπος είναι πάνω σε άλογο και απλώσει προς το μέρος σου το χέρι του για να πάρει ελεημοσύνη, μην τον αφήσεις να φύγει με άδεια χέρια, διότι οπωσδήποτε εκείνη την ώρα είναι ενδεής, όπως ένας φτωχός. Όταν λοιπόν δίνεις, να δίνεις μεγαλόψυχα και με ιλαρό πρόσωπο και να δίνεις περισσότερο απ' όσο σου ζητάνε. Διότι λέει ό λόγος του Θεού: «Στείλε το ψωμί σου στο φτωχό και σε λίγο θα βρεις την ανταπόδοση». Μην ξεχωρίσεις τον πλούσιο από το φτωχό και μη θέλεις να μάθεις ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι, προκειμένου να τους κάνεις το καλό. Γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσεις να ελκύσεις στο καλό και αυτούς πού δεν αξίζουν να τους ελεήσεις διότι ή ψυχή γρήγορα έλκεται από τις σωματικές ευεργεσίες στο φόβο του Θεού. Ό Κύριος καθόταν και έτρωγε στα τραπέζια με τους τελώνες και τις πόρνες και δεν ξεχώριζε τους ανάξιους, για να τους ελκύσει όλους, με το έλεος του, στο φόβο του Θεού και για να μπορέσουν να πλησιάσουν στα πνευματικά μέσω των υλικών αγαθών. Γι' αυτό το λόγο, στην ελεημοσύνη και στην τιμή, εξίσωσε όλους τους ανθρώπους, είτε είναι κάποιος Ιουδαίος, είτε άπιστος, είτε φονιάς και μάλιστα διότι είναι αδελφός σου και έχει την ίδια ανθρώπινη φύση με σένα και πλανήθηκε από την αλήθεια χωρίς να το καταλάβει.
Όταν κάνεις ένα καλό σε κάποιον, μην περιμένεις ανταμοιβή από μέρους του και, έτσι, θα λάβεις αμοιβή από το Θεό και για τα δυο: και για το καλό πού έκανες και γιατί δε ζήτησες αναγνώριση. Και αν σου είναι δυνατό, ούτε για τη μέλλουσα ανταμοιβή να κάνεις το καλό, γιατί ή αληθινή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει τι θα πει ανταμοιβή.
Ελέησε τον αμαρτάνοντα, τον ασθενή και το λυπημένο.
1. Σκέπασε τον αμαρτάνοντα, όταν δεν έχεις απ' αυτό πνευματική ζημία. Έτσι και αυτόν τον κάνεις να έχει θάρρος στον αγώνα του και εσένα σε στηρίζει το έλεος του Κυρίου σου. Στήριζε με το λόγο σου τους ασθενείς και αυτούς πού έχουν λυπημένη καρδιά και, όσο στο χέρι σου έχεις υλικά αγαθά, ελέησε τους και θα σε υποστηρίξει ή δύναμη του Θεού πού συντηρεί τα πάντα.
Να μοιράζεσαι τη λύπη των ανθρώπων πονώντας γι' αυτούς στην προσευχή σου με όλη σου την καρδιά και θ' ανοίξει μπροστά στις ικεσίες σου ή πηγή του ελέους του Θεού.
Ο ελεήμων είναι ιατρός της ψυχής του
1. Και τούτο, αδελφέ μου, σου παραγγέλνω. Ας γέρνει πάντοτε μέσα σου ό ζυγός της ελεημοσύνης, μέχρι να αισθανθείς στην καρδιά σου εκείνο το έλεος πού πρέπει να έχεις για τον κόσμο.
Ό ελεήμων άνθρωπος είναι ιατρός της ψυχής του διότι σαν βίαιος άνεμος αποδιώκει από μέσα του το σκοτάδι πού προκαλούν τα πάθη. Αυτό είναι το αγαθό χρέος πού έχουμε προς το Θεό, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο της αιωνίου ζωής.
«Κλαίειν μετά κλαιόντων»
1. Να ευφραίνεσαι μαζί με αυτούς πού ευφραίνονται και να κλαις μαζί με αυτούς πού κλαίνε. Αυτό φανερώνει την καθαρή σου καρδιά. Με τους αρρώστους αρρώστησε και συ. Με τους αμαρτωλούς να κλάψεις. Με αυτούς πού μετανοούν για τις αμαρτίες τους να χαρείς. Να είσαι φίλος με όλους τους ανθρώπους, αλλά και να συγκεντρώνεσαι στον εαυτό σου.
Να ζεις κατά κάποιον τρόπο τα παθήματα όλων των ανθρώπων, αλλά, σαν μοναχός πού είσαι, να μη ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Να μην ελέγξεις κανέναν σαν να είσαι εσύ κάτι παραπάνω απ' αυτόν, ούτε να ονειδίσεις και να προσβάλεις άνθρωπο, ακόμη κι αυτούς πού έχουν πολύ κακό βίο και πολιτεία. Άπλωσε το φόρεμα της στοργής σου και σκέπασε αυτόν πού αμαρτάνει και αν δεν μπορέσεις να πάρεις επάνω σου τα αμαρτήματα του και την τιμωρία και την ντροπή του, τουλάχιστο κάνε υπομονή και μη τον ντροπιάζεις μπροστά σου, ή μπροστά στον κόσμο.
Το ιλαρό πρόσωπο και ο πόνος της αγάπης
1. Εάν δώσεις κάτι στο φτωχό, να το δώσεις με πρόσωπο ιλαρό και με καλά λόγια να τον παρηγορήσεις για τη θλίψη του. Όταν κάνεις αυτό πού είπα, ή ιλαρότητα του προσώπου σου κυριαρχεί στο μυαλό του περισσότερο παρά αυτό πού χρειαζόταν και το έλαβε.
Όταν ανοίξεις το στόμα σου και μιλήσεις εναντίον κάποιου, να θεωρήσεις τον εαυτό σου νεκρό και άκαρπο για το Θεό εκείνη την ήμερα και ότι όλα τα καλά σου έργα πήγαν χαμένα, κι αν ακόμη έχεις τη γνώμη ότι ό λογισμός σου σε προέτρεψε να μιλήσεις με ειλικρίνεια και με σκοπό να βοηθήσεις. Ποια ανάγκη υπάρχει, αλήθεια, να γκρεμίσεις με τα λόγια σου το δικό σου πνευματικό σπίτι, για να διορθώσεις του αλλουνού;
Αν έχεις μέσα σου λύπη, για έναν άνθρωπο πού για κάποιο λόγο, σωματικά ή ψυχικά, είναι άρρωστος, εκείνη την ήμερα να θεωρείς τον εαυτό σου μάρτυρα και να αισθάνεσαι ότι έπαθες για το Χριστό και ότι αξιώθηκες να τον ομολογήσεις όπως οι ομολογητές. Θυμήσου βέβαια ότι ο Χριστός πέθανε για τους αμαρτωλούς και όχι γι' αυτούς πού πιστεύουν πώς είναι δίκαιοι. Κοίτα πόσο σπουδαίο είναι να φέρεσαι έτσι. Μεγάλο πράγμα είναι να λυπάται ή καρδιά σου για τους πονηρούς και να ευεργετείς τους αμαρτωλούς μάλλον παρά τους δικαίους.
Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία
1. Ή ελεημοσύνη και ή δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), όταν συνυπάρχουν μέσα στην ίδια ψυχή, μοιάζουν με τον άνθρωπο πού, μέσα στον ίδιο ναό, προσκυνεί το Θεό και τα είδωλα. Ή ελεημοσύνη είναι αντίθετη με τη δικαιοκρισία. Ή δικαιοκρισία μετράει και αποδίδει ακριβώς τα ίσα. Γιατί στον καθένα δίνει ότι του αξίζει και δε γέρνει προς το ένα μέρος ούτε προσωποληπτεί κατά την ανταπόδοση του δικαίου.
Ή ελεημοσύνη όμως είναι λύπη της ψυχής για τον ανήμπορο. Ή ελεημοσύνη κινείται από τη θεία χάρη και ξεστρατίζει για να βοηθήσει όλους με συμπάθεια και στον άξιο τιμωρίας δεν ανταποδίδει το κακό και τον άξιο του κάλου επαίνου τον φορτώνει με αγαθά. Όπως το ξερό χορτάρι και ή φωτιά δεν μπορούν να βρεθούν μαζί στον ίδιο χώρο, έτσι δεν μπορούν να συνευρίσκονται στην ίδια ψυχή ή δικαιοκρισία και ή ελεημοσύνη. Και όπως δεν μπορούν να ισοζυγιαστούν στους δίσκους της ζυγαριάς ένας κόκκος άμμου από τη μια και το πολύ βαρύ χρυσάφι από την άλλη, έτσι και ή δικαιοκρισία του Θεού δεν μπορεί να εξομοιωθεί στο βάρος και να ισοζυγιαστεί με την ελεημοσύνη του. Και όπως μια χουφτιά άμμου, πού πέφτει σε μεγάλη θάλασσα, χάνεται, έτσι και τα αμαρτήματα οποιουδήποτε ανθρώπου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στη φιλάνθρωπη πρόνοια και στην ευσπλαχνία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί να φράξει κανείς μια πηγή με πολύ νερό με μια χούφτα χώμα, έτσι δεν μπορεί να νικηθεί ή ελεημοσύνη του Θεού από την κακία των κτισμάτων , του όπως δεν είναι δυνατό να εμποδίσουμε τη φλόγα της φωτιάς να ανεβεί προς τα επάνω, έτσι δεν μπορούν να εμποδιστούν οί προσευχές των ελεημόνων να ανέβουν στον ουρανό.
2. Να γίνεις κήρυκας της αγαθότητας και της αγάπης του Θεού πού, ενώ είσαι ανάξιος, σε φροντίζει και, ενώ τα χρέη σου σ' αυτόν είναι πολλά, δε σε εκδικείται, παρά για τα μικρά καλά σου έργα σου αντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μη καλέσεις λοιπόν το Θεό δίκαιο, γιατί ή δικαιοσύνη του δε φαίνεται στα αμαρτωλά σου έργα. Και αν ό Δαβίδ τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, όμως ό Υιός του Κύριος Ιησούς Χριστός μας φανέρωσε «ότι μάλλον είναι αγαθός και χρηστός» (Λουκ. 6, 35). Είναι αγαθός, λέει, για τους πονηρούς και τους ασεβείς. Και πώς μπορείς να ονομάζεις το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσεις στο κεφάλαιο του ευαγγελίου πού γράφει για το μισθό των εργατών; Λέει λοιπόν εκεί: «Φίλε, δε σε αδικώ. Θέλω να δώσω σ' αυτόν τον τελευταίο όσα και σε σένα. Η μήπως επειδή είμαι καλός, το μάτι σου γεμίζει από ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πώς πάλι μπορεί να ονομάζει κανείς το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσει για τον άσωτο γιο, πού σκόρπισε τον πλούτο ασωτεύοντας; Πώς έτρεξε ό πατέρας του και, μόνο με την κατάνυξη και τη συντριβή πού έδειξε, έπεσε στον τράχηλο του και του έδωσε εξουσία να χαίρεται μέσα στον πλούτο του; Και αυτά βέβαια για τον πατέρα του δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να διστάσουμε να τον πιστέψουμε, άλλ' ό ίδιος ό Υιός του Θεού. Αυτός με τη δική του μαρτυρία μας βεβαίωσε ότι έτσι έχει το πράγμα. Που βλέπεις λοιπόν τη δικαιοσύνη του Θεού; Στο ότι ήμασταν αμαρτωλοί και ό Χριστός πέθανε για μας; Εάν λοιπόν ό Θεός σ' αυτή τη ζωή είναι ελεήμων και εύσπλαχνος, ας πιστέψουμε ότι ό Θεός δεν μπορεί να αλλοιωθεί.
Λέει ό άγιος Κύριλλος στην ερμηνεία της Γενέσεως: Να φοβάσαι το Θεό από αγάπη και όχι από το σκληρό όνομα της δικαιοσύνης πού του δώσανε. Αγάπησέ τον, λοιπόν, όπως έχεις χρέος να τον αγαπήσεις και όχι για τα μέλλοντα αγαθά πού περιμένεις να σου δώσει, αλλά για όσα λάβαμε και μόνο για τούτον τον κόσμο πού δημιούργησε για μας και μας τον χάρισε. Γιατί, είναι κανείς πού μπορεί να ανταμείψει το Θεό για ότι μας χάρισε; Που είναι ή δίκαιη ανταπόδοση στα έργα μας; Ποιος έπεισε το Θεό να μας δημιουργήσει; Και υπάρχει κανείς να τον παρακαλεί για λογαριασμό μας όταν γινόμαστε αχάριστοι; Και όταν κάποτε δεν υπήρχαμε, ποιος ξύπνησε εκείνο το σώμα μας και το έφερε στη ζωή; Ας νιώθουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη και αγάπη για όσα ή άφατη φιλανθρωπία του Θεού μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει.
Η αγάπη θέλει σοφία και σύνεση
1. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να αγαπάει τα γέλια και να θέλει να γελοιοποιεί τους άλλους, να μην πιάνεις φιλία. Γιατί θα σε κάνει να συνηθίσεις στην ψυχική ατονία. Σε κείνο πού ή ζωή του είναι διεφθαρμένη, μη δείχνεις ιλαρό πρόσωπο φυλάξου όμως καλά μήπως τον μισήσεις. Και αν θελήσει να μετανοήσει, βοήθησε τον και φρόντισε τον, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή σου, να σωθεί. Εάν όμως είσαι πνευματικά ασθενής, μην τολμήσεις να γίνεις γιατρός του. Μπροστά σε άνθρωπο πού έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και έχει την αρρώστια να προσέχεις πολύ πώς θα μιλήσεις. Γιατί ενόσω μιλάς, αυτός εξηγεί μέσα του τα λόγια σου όπως αγαπά και από τα αγαθά σου λόγια παίρνει αφορμή και σκανδαλίζει τους άλλους. Και αλλάζει το νόημα των λόγων σου μέσα στο μυαλό του σύμφωνα με την πνευματική του αρρώστια. Αν δεις κάποιον να έρχεται και να κατηγορεί τον αδελφό του μπροστά σου, κάνε το πρόσωπο σου σκυθρωπό. Έτσι και το έλεος του Θεού θα έχεις και απ' αυτόν θα φυλαχτείς.
Μη μισήσεις τον αμαρτωλό
1. Μη μισήσεις τον αμαρτωλό γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τις αμαρτίες μας. Και αν από θείο ζήλο κινείσαι εναντίον του, κλάψε μάλλον για λογαριασμό του. Και γιατί τον μισείς; Τις αμαρτίες του να μισήσεις και να ευχηθείς γι' αυτόν, για να γίνεις όμοιος με το Χριστό, ό όποιος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών αλλά προσευχόταν γι' αυτούς. Δε βλέπεις πώς έκλαψε για την Ιερουσαλήμ; Άλλα και εμάς για πολλά αμαρτήματα μας περιγελά και μας χλευάζει ό διάβολος. Γιατί λοιπόν να μισούμε τον άνθρωπο πού ό διάβολος τον περιγελά όπως και εμάς; Και γιατί, άνθρωπε μου, μισείς τον αμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δεν είναι δίκαιος όπως εσύ; Και που είναι η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν έκλαψες γι' αυτόν, αλλά τον καταδιώκεις; Μερικοί άνθρωποι εξαιτίας της ανοησίας τους οργίζονται εναντίον των αμαρτωλών, γιατί πιστεύουν ότι έχουν διάκριση να κρίνουν τα έργα τους.
Η ελεημοσύνη τον Θεού είναι θαυμαστή
1. τι θαυμαστή πού είναι ή ελεημοσύνη του Θεού! Πόσο εκπληκτική είναι ή χάρη του Θεού πού μας έκτισε! τι δύναμη μας έδωσε και μας έκανε ικανούς για όλα! Πόσο άμετρη είναι ή καλοσύνη του, πού εισάγει την αμαρτωλή μας φύση στην ανάπλαση! Ποιος μπορεί να εξυμνήσει τη δόξα του; Τον παραβάτη των εντολών του και τον βλάσφημο τον ανασταίνει με τη μετάνοια τον άνθρωπο πού ήταν άμυαλο χώμα τον ανακαινίζει και τον κάνει συνετό και λογικό τον διασκορπισμένο και αναίσθητο νου και τις διασκορπισμένες λόγω των αμαρτιών μας αισθήσεις, όλα αυτά, τα κάνει με την αγάπη του λογική φύση, άξια να εννοεί σωστά τα θεία και τα ανθρώπινα. Γιατί αυτός πού ζει ακόμη στις αμαρτίες του δεν είναι ικανός να εννοήσει τη χάρη της προσωπικής του ανάστασης. Που είναι, λοιπόν, ή κόλαση πού θα μας γεμίσει με θλίψη; Και που είναι ή κόλαση πού μας εκφοβίζει από παντού και υπερνικά την αγάπη του Θεού; Ποια κόλαση και ποια γέεννα του πυρός μπορεί να σταθεί μπροστά στη χάρη της ανάστασης, όταν ό Θεός μας αναστήσει εν δόξη από τον άδη και κάνει τούτο το φθαρτό σώμα μας να ντυθεί την αφθαρσία;
Όσοι έχετε διάκριση, θαυμάστε τα μεγαλεία του Θεού. Ποιος όμως έχει τόσο σοφή και αξιοθαύμαστη διάνοια, πού θα μπορέσει να θαυμάσει, όσο αξίζει, τη χάρη του Δημιουργού μας; Ή ανταπόδοση των αμετανόητων αμαρτωλών είναι βέβαιη, όμως αντί της δίκαιης ανταπόδοσης ό Κύριος ανταποδίδει την ανάσταση σ' αυτούς πού μετανοούν και, αντί να τιμωρήσει αυτούς πού καταπάτησαν το νόμο του, τους ντύνει με την τέλεια δόξα της αφθαρσίας. Αυτή ή χάρη, πού μας ανασταίνει από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερη από εκείνη πού μας δόθηκε, όταν από την ανυπαρξία μας έφερε στην κτιστή ύπαρξη. Δόξα στην άμετρη σου χάρη, Κύριε.
Πώς ενεργεί ή αληθινή αγάπη
1. Όποιος έχει μνήμη Θεού και τιμά κάθε άνθρωπο, αυτός βρίσκει βοήθεια από κάθε άνθρωπο, πού δέχεται μυστικά μέσα του την εντολή του Θεού να βοηθήσει. Όποιος πάλι απολογείται για να σώσει τον αδικούμενο, βρίσκει το Θεό να τον υπερασπίζεται. Όποιος δίνει το χέρι του να βοηθήσει τον πλησίον του, λαμβάνει τη βοήθεια του από το χέρι του Θεού. Όποιος κατηγορεί τον αδελφό του κινούμενος από κακία, βρίσκει το Θεό κατήγορο του. Όποιος διορθώνει τον αδελφό του κρυφά από τους άλλους, γιατρεύει την κακία του και οποίος κατηγορεί κάποιον μπροστά στους άλλους, κάνει πιο οδυνηρά τα τραύματα του. Όποιος θεραπεύει κρυφά από τους άλλους τον αδελφό του, κάνει φανερή τη δύναμη της αγάπης του ενώ αυτός πού τον ντροπιάζει μπροστά στους φίλους του, αποδεικνύει τη δύναμη του φθόνου πού φωλιάζει μέσα του. Ό φίλος πού ελέγχει κρυφά, είναι σοφός γιατρός ενώ αυτός πού γιατρεύει μπροστά στα μάτια των άλλων, στην πραγματικότητα εξευτελίζει τον άρρωστο. Συμπάθεια θα πει να συγχωρείς κάθε σφάλμα του άλλου. Το πονηρό φρόνημα φαίνεται όταν αντιμιλάς στον αμαρτήσαντα. Αυτός πού διορθώνει τον άλλον αποβλέποντας πραγματικά στην -ψυχική του υγεία, τον διορθώνει με αγάπη, ενώ αυτός πού ζητάει να εκδικηθεί, είναι κούφιος από αγάπη. Ό Θεός παιδεύει και διορθώνει τον άνθρωπο με αγάπη, χωρίς εκδίκηση και ζητάει να γιατρέψει την εικόνα του, χωρίς να κρατάει την οργή του για τις κακίες του ανθρώπου πολύν καιρό. Αυτός ό τρόπος της αγάπης είναι ευθύς και δεν παρεκκλίνει στην εμπαθή εκδίκηση. Ό δίκαιος και σοφός άνθρωπος είναι όμοιος με το Θεό γιατί δεν παιδεύει καθόλου το συνάνθρωπο του με εκδικητικότητα για την κακία του, αλλά τον παιδεύει ή για να διορθωθεί ό ίδιος, αν το θελήσει, ή για να φοβηθούν οι άλλοι. Ή παιδεία πού δεν είναι όπως την περιέγραψα, δεν είναι αληθινή παιδεία.
Η ελεήμων καρδία
1. τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη ή καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ό άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια πού συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ' αυτή την κατάσταση, μικραίνει ή καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι' αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς πού τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από το Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, πού συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού.
Η πρακτική αγάπη μπορεί, σε κάποια περίπτωση, να φέρει σύγχυση και ταραχή
1. Ρωτήθηκε κάποτε ένας πολύ σοφός γέροντας από κάποιον αδελφό ησυχαστή μοναχό: Τι να κάνω; Διότι πολλές φορές συμβαίνει να χρειάζομαι κάτι, πού έχω ή για την ασθένεια μου ή για το εργόχειρο μου ή για κάποια άλλη αιτία και χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω στην καλογερική ησυχία. Βλέπω λοιπόν κάποιον πού το χρειάζεται, υπερισχύει μέσα μου το έλεος και του το δίνω. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί να μου το ζητήσει κάποιος και, πάλι, του το δίνω. Γιατί αναγκάζομαι και από την αγάπη πού έχω και από την εντολή του Θεού και δίνω σ' αυτόν πού μου ζητάει το απαραίτητο για τη ζήση μου. Ύστερα όμως ή ανάγκη αυτού του πράγματος με κάνει να πέσω σε φροντίδες και σε ταραχή των λογισμών και έτσι σκορπίζω το νου μου και δεν μπορώ να φροντίσω για την καλογερική ησυχία. Και αναγκάζομαι ίσως να βγω από την ησυχία μου και να πάω έξω να βρω αυτό το πράγμα πού έδωσα. Εάν πάλι κάνω υπομονή και δε φύγω από τον τόπο μου, μπαίνω σε πολλή θλίψη και σύγχυση των λογισμών. Δε γνωρίζω, ποιο από τα δύο να προτιμήσω: εκείνο πού με αναπαύει, αλλά σκορπίζει την ησυχία, για να βοηθήσω τον αδελφό μου, ή να παραβλέψω την αίτηση του και να παραμείνω στην ησυχία μου;
Σ' αυτά απάντησε ό γέροντας και είπε.
Μπορεί πράγματι ή ελεημοσύνη, ή αγάπη, ή ευσπλαχνία ή οποιαδήποτε αρετή πού νομίζεις ότι είναι του Θεού, μπορεί, λέω,
* να σε εμποδίζει από την άσκηση της ησυχίας,
* να σε κάνει να σκέφτεσαι τον κόσμο,
* να σε βάζει σε κοσμικές μέριμνες,
* να σε ταράσσει και να σε αποσπά από τη μνήμη του Θεού,
* να σε κόβει από τις προσευχές σου,
* να σε βάζει σε φασαρία και σε ακατάστατους λογισμούς,
* να σε σταματάει από τη μελέτη των αναγνωσμάτων του Θεού, πού είναι όπλο σωτήριο κατά της περιπλάνησης της φαντασίας ακόμη,
* να λύνει την προσοχή του νου σου και
* να σε κάνει, ενώ δέθηκες ψυχικά με την ησυχία, να γυρίζεις εδώ κι εκεί και μετά την απομόνωση σου στο κελί σου, να συναναστρέφεσαι με τον κόσμο.
Ακόμη μπορεί,
* να ξυπνάει τα θαμμένα πάθη σου και
* να διαλύει την εγκράτεια των αισθήσεων σου και
* να αφαιρεί από μέσα σου τη θανάτωση του κοσμικού φρονήματος και
* να σε κατεβάζει από την αγγελική πολιτεία, πού έχει μοναδικό της έργο την κοινωνία με το Θεό και
* να σε βάζει στην τάξη των κοσμικών,
ε, μια τέτοια ελεημοσύνη και αγάπη ας λείψει από το μοναχό πού διάλεξε το δρόμο της ησυχίας. αυτού του είδους ή ελεημοσύνη, για την οποία με ρώτησες, είναι καλή και αξιοθαύμαστη, όταν γίνεται από τους ανθρώπους του κόσμου ή από τους μοναχούς πού ζουν σε κοινόβιο και εισέρχονται στις πόλεις για τις ανάγκες τους και γυρίζουν πάλι στο μοναστήρι.
Προηγείται ή πρακτική αρετή και ακολουθεί ή ησυχία και ή θεωρία τον Θεού
1. Ό μακάριος Βασίλειος και οι μακάριοι Γρηγόριος (ό Νεοκαισάρειας και ό Θεολόγος), για τους οποίους ανέφερες στην επιστολή σου ότι αγαπούσα πολύ την έρημο και ήταν στύλοι και φως της Εκκλησίας και επαινούσαν πολύ την ησυχία, δεν ήρθαν στην ησυχία χωρίς να εκπληρώσουν τις εντολές , του Θεού, αλλά τι έκαμαν; Πρώτα κατοίκησαν στον κόσμο εν ειρήνη και φύλαξαν τις εντολές εκείνες πού έπρεπε να φυλάξουν ζώντας με τους ανθρώπους και, έτσι, έφτασαν στην καθαρότητα της ψυχής και αξιώθηκαν να ζήσουν στη θεωρία του Αγίου Πνεύματος. Εγώ πιστεύω, γιατί αυτό είναι ή αλήθεια, ότι όταν κατοικούσαν στις πόλεις, υποδέχονταν τους ξένους, επισκέπτονταν τους ασθενείς, ντύνανε τους γυμνούς, νίβανε τα πόδια των κουρασμένων με αγάπη και αν κάποιος τους αγγάρευε να του μεταφέρουν τα πράγματα του ένα μίλι, αυτοί πήγαιναν για χάρη του δύο μίλια. Και όταν φύλαξαν αυτές τις εντολές, πού είναι για τη ζωή στον κόσμο και άρχισαν να γεύονται στο νου τους την πρώτη μορφή ακινησίας ως προς το κακό και τις εσωτερικές θείες και μυστικές θεωρίες, από κει και πέρα έσπευσαν και βγήκαν στην ησυχία της ερήμου και εκεί έκαναν υπομονή ζώντας ζωή εσωτερική και έγιναν άνθρωποι θεωρητικοί και έζησαν μέσα στη θεωρία των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, μέχρι πού τους κάλεσε ή χάρη του Θεού και έγιναν ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού.
2. Ας αναγκάζουμε λοιπόν τον εαυτό μας να είμαστε από μέσα από την ψυχή μας ελεήμονες σε ευκαιρία προ όλους τους ανθρώπους, γιατί έτσι μας επιβάλλει ή διδασκαλία του Κυρίου.
Ποιος σοφός Μοναχός, πού έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ' αυτό πού έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Η ποιος είναι εκείνος πού θα δει έναν άνθρωπο να κατατρύχεται από αρρώστια και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ' όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από την αγάπη προς τον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι ή αγάπη και ή ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους και το κελί του είναι κοντά τους και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν και ό ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στενοχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός και ή ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ό άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύσταση του. Και επειδή ή πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ό άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις πού διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο πού προσφέρονται κάθε φορά.
«Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν»
1. Εάν στ' αλήθεια είσαι ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματα σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου, μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά πού σου έκαμαν, αλλά μάλλον ή ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών πού σε αδίκησαν, όπως το πολύ νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς πού σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ό μακάριος Ελισαίος στους εχθρούς του, πού ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή δύναμη πού είχε μέσα του όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά, τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του.
Το χρήμα και ή αγάπη
1. Όπως δεν είναι δυνατό, στο ίδιο σώμα να υπάρχει και ή υγεία και ή αρρώστια και να μη σβήσει το ένα εξαιτίας του άλλου, έτσι ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρχουν στο ίδιο σπίτι το πολύ χρήμα και ή αγάπη και να μην εξαλειφθεί το ένα από το άλλο.
Η αγάπη δεν έχει εμπάθεια
1. Πάντοτε τούτον τον τρόπο να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργιστεί και να μη ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη πού έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα κάποιου άλλου.
Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι' αυτόν και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια και μην ανάψεις από θυμό εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί ή αγάπη του Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με εμπάθεια.
 
 ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
 
ΠΑΣΑ καλή έννοια εμπίπτει στην καρδία του ανθρώπου εκ της θείας χάριτος και πάς κακός λογισμός πλησιάζει στην ψυχήν προς πειρασμό και δοκιμήν.
Όποιος φθάσει να γνωρίσει την ιδίαν αυτού ασθένεια, αυτός έφθασε το τέλειον της ταπεινώσεως.
Ο οδηγός των χαρισμάτων του Θεού στον άνθρωπον είναι ή καρδία, η οποία κινείται σε αδιάλειπτο ευχαριστία. Ο οδηγών τους πειρασμούς στην ψυχήν υπάρχει ή έννοια του γογγυσμού, ή οποία κινείται πάντοτε στην καρδίαν.
Ο Θεός υποφέρει πάσας τάς ασθενείας των ανθρώπων, δεν υπομένει όμως εκείνον, ο οποίος γογγύζει πάντοτε, άλλα και παιδεύει αυτόν.
Η ψυχή, ήτις απέχει, εκ πάσης ελλάμψεως της γνώσεως, εις τάς τοιαύτας εννοίας ευρίσκεται.
Το στόμα, το οποίον ευχαριστεί πάντοτε, δέχεται ευλογία παρά Θεού στην δε καρδίαν, ήτις εμμένει σε ευχαριστία, εμπίπτει ή θεία χάρις. Προ της χάριτος προηγείται ή ταπείνωσις και προ της παιδεύσεως ή οιήσεις.
Όστις υπερηφανεύεται παραχωρείται υπό του Θεού να πέσει σε βλασφημία. Όποιος επαίρεται δια πρακτικές αρετάς, παραχωρείται να πέσει σε πορνεία. και όποιος επαίρεται δια την εαυτού σοφία, παραχωρείται να πέσει στις σκοτεινές παγίδες της αγνωσίας.
Όποιος απομακρύνεται εκ της ενθυμήσεως του Θεού, βαστά μέσα του πονηρή καρδία μίσος κατά του πλησίον. Όποιος μετά της ενθυμήσεως του Θεού τιμά πάντα άνθρωπον, ευρίσκει βοήθειαν εκ παντός ανθρώπου δια του νεύματος του Θεού.
Όποιος απολογείται υπέρ του αδικούμενου, ευρίσκει τον Θεό υπερμαχούντα δι' αυτόν. Όποιος βοηθά τον πλησίον αυτού, λαμβάνει την βοήθειαν του Θεού.
Όποιος κατηγορεί τον αδελφόν αυτού υπό κακίας κινούμενος, ευρίσκει τον Θεόν κατήγορο κατ' αυτού.
Όποιος διορθώνει τον αδελφόν αυτού εν τω κρύπτω, θεραπεύει την ιδίαν αυτού κακίαν και Όποιος κατηγορεί τίνα έμπροσθεν των ανθρώπων, ενδυναμοί τάς ιδίας αυτού πληγάς.
Όποιος θεραπεύει τον αδελφό αυτού κρυπτώς, ποιεί φανερά την δύναμιν της εαυτού αγάπης και όποιος καταισχύνει αυτόν ενώπιον των φίλων αυτού, δεικνύει την δύναμιν του φθόνου αυτού.
Όποιος ελέγχει τον άλλον κρυπτώς, υπάρχει ιατρός σοφός και όποιος θεραπεύει τον άλλον έμπροσθεν πολλών ανθρώπων, πραγματικός ονειδίζει αυτόν. Το σημείον της συμπαθείας υπάρχει ή συγχώρησης του σφάλματος παντός ανθρώπου το δε σημείον της κακής προαιρέσεως είναι ή αντιλογία προς τον πταίσαντα.
Όποιος παιδεύει τον άλλον δια την ψυχική αυτού υγεία, αυτός παιδεύει αυτόν μετ' αγάπης όποιος όμως ζητεί έκδίκησιν, υπάρχει κενός αγάπης. Ό Θεός παιδεύει τον άνθρωπον μετ' αγάπης πάντοτε, ίνα ιατρευθή ή είκών αυτού, χωρίς να φυλάττει την οργή αυτού επί πολύν καιρόν αυτός ό τρόπος της αγάπης είναι ευθύς και δεν εκκλίνει εμπαθώς σε εκδίκησιν.
Ο σοφός δίκαιος είναι όμοιος τω Θεό διότι δεν παιδεύει ποτέ άνθρωπον για να εκδικηθεί αυτόν δια την κακίαν αυτού, άλλ' η αυτός να διορθωθεί, η να φοβηθώσιν άλλοι εάν όμως δεν εχη ταύτην την αγάπη, ή παίδευσης αυτού δεν είναι πλέον παιδεία προς διόρθωση, άλλα προς έκδίκησιν.
Όποιος πράττει το καλόν, ινα ανταμειφθεί, ταχέως τρέπεται εις το κακόν.
Όποιος εκ της δυνάμεως της ιδίας αυτού γνώσεως θαυμάζει δια της θεωρίας την γνώσιν του Θεού, αυτός, εάν και κατάκοπη το σώμα αυτού, δεν επαίρεται ποσώς, ούτε εκκλίνει εκ της αρετής. Ου τίνος ή διάνοια φωτίζεται κατ' άξία υπό του Θεού, αυτός κατήντησεν εις το βάθος της ταπεινοφροσύνης ψυχή τε και σώματι επειδή πριν έτι πλησίαση τις εις την γνώσιν, ανέρχεται και κατέρχεται δια της πολιτείας αυτού όταν όμως πλησίαση εις την γνώσιν, αίρεται όλος και όσον υψωθεί, δεν τελειώνει ή ανάβασης της γνώσεως αυτού, μέχρις ου έλθει εκείνος ό αιών της δόξης και λαβή πάντα αυτού τον πλούτο διότι όσον ό άνθρωπος τελειούται παρά τω Θεό, τόσον περισσότερον ακολουθεί αυτόν και εις εκείνον τον αληθή αιώνα δείκνυσι το πρόσωπον του εις αυτόν ό θεός, όχι όμως όπως και ότι είναι επειδή οι δίκαιοι όσον και αν εισέλθωσιν στην θεωρία του Θεού, την εικόνα αυτού βλέπουν ως σε καθρέπτη, εκεί όμως θέλουσιν να δουν την φανέρωσιν της αληθείας.
Καθώς το πυρ, το οποίον ανάπτει εις τα ξηρά ξύλα δυσκόλως σβήνονται., ούτω και ή θέρμη του Θεού, ήτις εμπίπτει- εις την καρδίαν του απαρνησαμένου τον κόσμον, δεν θέλει σβεσθή ευκόλως, δριμύτερα ούσα του πυρός. Όταν ή δύναμις του οίνου εισέλθει στα μέλη του σώματος, τότε ο νους λησμονεί την ακρίβεια όλων των πραγμάτων και ή ενθύμησης του Θεού όταν κυρίευση την ψυχήν, εξαφανίζει πάσαν ματαίαν ενθύμησιν εκ της καρδίας. Ή διάνοια, ήτις απέκτησε την σοφία του πνεύματος, ομοιάζει με άνθρωπον, ο Οποίος βρίσκει πλοίο έτοιμο στην θάλασσαν και ταξιδεύει αμέσως και φθάνει στην νήσο του μέλλοντος αιώνος ούτως έχει ή αίσθησης του μέλλοντος αιώνος ως προς τούτον τον κόσμον, είναι ως νήσος μικρά εντός της θαλάσσης και όποιος πλησιάζει σε αυτήν, δεν κοπιά πλέον στα κύματα της φαντασίας τούτου του κόσμου.
Όταν ο Έμπορος πώληση πάσαν αυτού την πραγματεία, σπουδάζει να επανέλθει εις τον ίδιον αυτού οίκον ο δε μοναχός, όταν υπολείπηται εισέτι ο καιρός της εργασίας αυτού, λυπείτε να χωριστή εκ του σώματος αυτού όταν όμως αισθανθεί, ότι εξαγόρασε τον καιρόν και έλαβε τον αρραβώνα, τότε επιθυμεί τον μέλλοντα αιώνα. Ό έμπορος, εν όσο ευρίσκεται στην θάλασσαν, φοβείται, μη τυχόν εγερθεί τρικυμία και βυθιστεί ή ελπίς της εργασίας αυτού και ό μοναχός, εν όσο ευρίσκεται σε τούτο τον κόσμο, φοβείται, μήπως διεγερθεί κατ' αυτού ο χειμώνας των παθών και χαθεί ό καρπός του αγώνος αυτού, ονπερ εκ νεότητος μέχρι γήρως απέκτησε. Ό μεν έμπορος επιθυμεί την στερεά γήν, ό δε μοναχός την ώραν του θανάτου.
Ό μεν ναύτης, όταν πλέει στην θάλασσαν, βλέπει τους αστέρας και κατά την θέση των αστέρων διευθύνει το πλοίο, έως ου φθάσει στον λιμένα ό δε μοναχός βλέπει στην ευχή διότι αυτή ορθοποδεί αυτόν και διευθύνει την πορεία της πολιτείας αυτού στον λιμένα της σωτηρίας. Ό ναύτης προσπαθεί να φθάσει στη νήσο, οπού αφού δέση το πλοίο αυτού και λαβή τα αναγκαία προς ζωοτροφία, διευθύνεται εκείθεν σε άλλην νήσο παρόμοια είναι και ή πορεία του μονάχου, εν όσο ευρίσκεται στην παρούσα ζωήν, από νήσου σε νήσο μεταβαίνει, δηλαδή από γνώσεως σε γνώσιν και δια της εναλλαγής της γνώσεως προκόπτει, έως ότου απαλλαγή εκ της θαλάσσης της ζωής ταύτης και φθάσει στην αληθινή εκείνη πόλιν, της οποίας οι κάτοικοι δεν εμπορεύονται πλέον, άλλ' έκαστος επαναπαύεται στον πλούτο των εαυτού αρετών.
Μακάριος εκείνος, του οποίου ή πραγματεία δεν πνίγηκε στην θάλασσαν του ματαίου τούτου κόσμου.
Μακάριος εκείνος, του οποίου το πλοίο δεν συνετρίβη, άλλ' αξιώθηκε να φθάσει μετά χαράς στον αχείμαστο λιμένα.
Όποιος θέλει να βρει τον πολύτιμο μαργαρίτη, εισέρχεται γυμνός στην θάλασσα και ό φρόνιμος μοναχός γυμνός και ακτήμων διέρχεται στην παρούσα ζωήν, έως ου βρει εις εαυτόν μαργαρίτη Ιησούν άριστον και όταν βρει αυτόν, δεν αποκτά μετ αυτού κανένα άλλο εκ των πραγμάτων του κόσμου. Ό μεν αισθητός μαργαρίτης φυλάττεται σε ασφαλές ταμείον, ή δε τρυφή και απόλαυσης του νοητού μαργαρίτου του μονάχου φυλάττεται στην ησυχία.
Καθώς ή παρθένος βλάπτεται, όταν παρευρίσκηται σε συναναστροφές μεταξύ του πλήθους, ούτω και ή καρδία του μονάχου δια της μετά των πολλών συναναστροφής και συνομιλίας.
Το όρνεο εκ παντός τόπου καταφεύγει στην φωλιά αυτού, ίνα τεκνογονήση• και ο μοναχός, εάν έχει διάκρισιν, επιταχύνει στην εαυτού κατοικία, ίνα εν αύτη απόκτηση καρπό ζωής. Ό όφις εις πάντα κίνδυνο της ζωής αυτού φυλάττει την κεφαλήν του και ό σοφός μοναχός εις πάσαν δυσχερή περίστασιν φυλάττει, την εαυτού πίστιν, ήτις υπάρχει το θεμέλιο της ζωής αυτού. Ή μεν νεφέλη σκοτίζει τον ήλιον, ή δε πολυλογία την ψυχήν, ήτις ήρξατο να φωτίζεται δια της θεωρίας της ευχής.
'Καθώς το όρνεο, το οποίον ονομάζεται Ερωδιός, κατ' εκείνον τον καιρόν χαίρει και ευφραίνεται, ως λέγουσι οί σοφοί, καθ' ον απομακρυνθεί εκ των ανθρώπων και κατοικήσει σε έρημον τόπον ούτω και ή ψυχή του μονάχου κατ' εκείνον τον καιρόν δέχεται την ουράνιον χαράν, καθ' ον απομακρυνθεί εκ των ανθρώπων και κατοικήσει σε ησυχαστικό τόπον μέχρι της εξόδου αυτής. Λέγεται περί του ορνέου, του καλουμένου Σειρήνος, ότι όποιος ακούσει την μελωδία της φωνής αυτού, αιχμαλωτίζεται υπ' αυτής τοσούτον, στην οδοιπορία της ερήμου, ώστε λησμονεί και αυτήν αυτού την ζωήν και πίπτει και αποθνήσκει παρόμοιό συμβαίνει και στην ψυχή διότι όταν ή ουράνιος γλυκύτης εμπέσει σε αυτήν, εκ της μελωδίας της γλυκύτητας των λόγων του Θεού τόσον αιχμαλωτίζεται, ώστε λησμονεί και αυτήν την σωματική ζωήν και τις σωματικές ορέξεις και υψούται όλη προς τον Θεόν.
Εάν το δένδρον δεν αποβάλλει πρώτον τα παλαιά αυτού φύλλα, δεν εκβάλλει νέους κλάδους και ό μοναχός έως ότου δεν απόρριψη εκ της καρδίας αυτού την ενθύμησιν των προτέρων αυτού πράξεων, δεν εκβάλλει νέους κλάδους και νέους καρπούς δια Ιησού Χριστού.
Ο άνεμος τρέφει τους καρπούς των δένδρων και ή πρόνοια του Θεού τους καρπούς της ψυχής. Λέγεται, ότι το οστρείδιον, έως ότου να δεχθεί σπινθήρα τίνα εκ της αστραπής και εκ του αέρος την ύλη και να γέννηση τον μαργαρίτη, είναι απλή σαρξ και ή καρδία του μονάχου, έως ότου να δεχθεί μετά φρονήσεως την ουράνιον ύλη του πνεύματος, είναι γυμνή και δεν έχει καρπόν παρηγοριάς.
Ο σκύλος, όταν γλύφει το ρινίο, ματώνει την εαυτού γλώσσα και πίνων εκ του ιδίου του αίματος, δεν αισθάνεται την βλάβη αυτού και ο μοναχός, όταν κλίνη εις κενοδοξίαν, συμπίνει εκ του αίματος της εαυτού ζωής και εκ της προς ώραν γλυκύτητας δεν αισθάνεται την ιδίαν αυτού βλάβη. Ή κοσμική δόξα υπάρχει ως πέτρα εντός της θαλάσσης, σκεπασμένη υπό των υδάτων και άγνωστος στον ναύτη, στην οποίαν αίφνης κτυπά το πλοίο και βυθίζεται• ούτω ποιεί και ή κενοδοξία τον άνθρωπον έως ότου βύθιση και αφανίσει αυτόν περί ταύτης έλεγαν και οι θείοι πατέρες, ότι στην κενόδοξο ψυχή επιστρέφουσι πάλιν πάντα εκείνα τα πάθη, τα οποία δια της θείας χάριτος νικήθηκαν πρότερον και αναχώρησαν εξ αυτής.
Μικρά νεφέλη σκεπάζει τον κύκλο του ηλίου και αφού παρέλθει ή νεφέλη, ό ήλιος γίνεται πολλά θερμός ούτω και μικρά ακηδία σκεπάζει το φως της ψυχής, άλλ' ή χαρά, ήτις συμβαίνει μετά την ακηδία, είναι πολλά μεγάλη.
Μη ζητήσεις ποτέ να εννοήσεις τους λόγους των θείων μυστηρίων, των εκτιθεμένων στην αγίαν Γραφή, άνευ προσευχής και αιτήσεως βοηθείας παρά Θεού αλλά λέγε: Κύριε, δός μοι σύνεσιν και αίσθησιν της δυνάμεως, της ευρισκομένης εις τάς αγίας γραφές γνώριζε δε, ότι το κλειδί των αληθών νοημάτων των θείων γραφών υπάρχει στη προσευχή Όταν θελήσεις να πλησίασης δια της καρδίας σου στον Θεόν πρώτον δια των σωματικών κόπων δείξον σε αυτόν τον πόθον σου διότι εκ τούτων των κόπων άρχεται ή πολιτεία του μονάχου ή δε καρδία ευκόλως πλησιάζει στον Θεό δια της στερήσεως της σωματικής χρείας και της ασκήσεως του ενός είδους της τροφής καθ' ότι ό Κύριος έπ' αυτής της κακοπαθείας θεμελίωσε την τελειότητα. Γνώριζε, ότι ή αργία υπάρχει αρχή της σκοτώσεως της ψυχής, άλλα σκοτώσιν επί σκοτώσει προξενούσιν οι μετά των ανθρώπων ομιλίαι και αφορμή του πρώτου είναι το δεύτερον διότι εάν οι περί ψυχικής ωφελείας λόγοι αμέτρως γινόμενοι, προξενούν σκότωσιν, πόσον μάλλον ματαίως λεγόμενοι; επειδή εξευτελίζεται και εξαχρειούται ή ψυχή από τάς άμετρους ομιλίας, καν έχει τον φόβον του Θεού. Λοιπόν ή σκότωσις της ψυχής προκύπτει εκ της αταξίας της πολιτείας.
Όταν υπάρχει τάξη και μέτρο στην πολιτεία, φωτίζεται ή διάνοια και φεύγει ή σύγχυσης διότι ή της διανοίας σύγχυσης, ήτις προέρχεται εκ της αταξίας, προξενεί σκότωσις εις την ψυχή και ή σκότωσις προξενεί θόλωση ή δε ειρήνη της διανοίας προκύπτει εκ της καλής τάξεως και εκ της ειρήνης γεννάται το φως στην ψυχήν και ό καθαρός αέρας λάμπει στην διάνοιαν και καθ' όσον απομακρύνεται τις εκ του κόσμου και πλησιάζει στην σοφία του πνεύματος, κατά τοσούτον δέχεται και την χαράν παρά Θεού και αισθάνεται την διάκρισιν της σοφίας εις την εαυτού ψυχήν και διακρίνει ότι ή σοφία του πνεύματος υπάρχει πολύ ανωτέρα της σοφίας του κόσμου διότι εις την σοφία του πνεύματος ή σιωπή κυριεύει την ψυχήν, άλλ' στην κοσμική σοφία υπάρχει πηγή πολυλογίας. Μετά την εύρεση της σοφίας του Πνεύματος πληρούται κάποιος πολλής ταπεινοφροσύνης και πραότητας και ειρήνης, η οποία βασιλεύει σε όλους τους λογισμούς, τα δε σωματικά μέλη παύουσι και ησυχάζουν από την ταραχή και αταξία της ακολασία. Μετά δε την εύρεση της κοσμικής σοφίας αποκτά την υπερηφάνειαν του φρονήματος και λογισμούς διαφόρους και αδιηγήτους και την ταραχή του νοός και την αναίδεια των αισθήσεων και την έπαρσιν. Μη νομίσεις, ότι δύναται να παρρησιαστή κάποιος ποτέ δια της προσευχής στον Θεόν, εν όσο υπάρχει δεδεμένος στα σωματικά πράγματα διότι ή ανελεήμων ψυχή στερείται της σοφίας του πνεύματος, ή δε ελεήμων σοφίζεται παρά του αγίου πνεύματος.
Καθώς το έλαιον τρέφει το φως του λύχνου, ούτω και ή ελεημοσύνη τρέφει την γνώσιν της ψυχής. Ή κλεις της καρδίας προς απόκτησιν των θείων χαρισμάτων δίδεται δια της αγάπης του πλησίον και καθ' όσον ή καρδία απαλλάττεται εκ του δεσμού του σώματος, κατά τοσούτον ανοίγεται εις αυτήν ή θύρα της γνώσεως. Ή μετάβασης της ψυχής εκ τούτου του κόσμου εις τον άλλον είναι ή υπεροχή της γνώσεως, του πνεύματος. Ω, πόσον ωραία και επαινετή υπάρχει ή αγάπη του πλησίον, εάν ή προσπάθεια αυτής δεν αποσπά ημάς εκ της αγάπης του Θεού. Πόσον γλυκεία είναι ή μετά των πνευματικών ημών αδελφών συναναστροφή και συνομιλία, εάν δυνηθώμεν να φυλάξωμεν μετ' αυτής και την μετά του Θεού. Καλόν λοιπόν είναι να φροντίζωμεν περί τούτων, καθόσον ήθελε επιτρέπει τούτο ό αρμόδιος καιρός, όχι όμως προφάσει της μετά των αδελφών ομιλίας και της του πλησίον αγάπης να εκπίπτωμεν εκ της κρυπτής εργασίας και της υψηλής πολιτείας και εκ της μετά του Θεού αδιάλειπτου ομιλίας επειδή ή σύγχυσης του δευτέρου, δηλαδή της πτώσεως της πολιτείας και της θεϊκής συνομιλίας προέρχεται εκ της συστάσεως του πρώτου, δηλαδή εκ της μετά των αδελφών συνομιλίας διότι ο νους ημών δεν είναι ικανός να φύλαξη συγχρόνως και τάς δύο συνομιλίας.
Η θεωρία των κοσμικών προξενεί σύγχυσιν στην ψυχήν εκείνου, ο Όποιος απαρνήθηκε τον κόσμον δια το έργον του Θεού και εάν μεν ή διαρκής ομιλία των πνευματικών αδελφών βλάπτει, άλλα των κοσμικών και ή μόνη εξωτερική θεωρία.
Η μεν εργασία των πρακτικών αρετών δεν εμποδίζεται εκ της ενεργείας των αισθήσεων όποιος όμως θέλει εκ της ειρήνης του νοός αυτού να τρύγηση την χαράν δια της εργασίας των κρυπτών πράξεων της ψυχής, ή ανάπαυσις της καρδίας του τοιούτου ταράσσεται και από μονάς τάς φωνάς των κοσμικών, χωρίς να δη αυτούς. Ή εσωτερική νέκρωσις άνευ της αργίας των σωματικών αισθήσεων δεν δύναται να πρόκυψη και ή μεν πρακτική εργασία θέλει την προσοχήν των αισθήσεων, ή δε πνευματική εργασία απαιτεί την προσοχήν και ησυχία της καρδίας.
Καθώς ή ψυχή υπάρχει ανωτέρα του σώματος, ούτω και ή εργασία αυτής ειναι ανωτέρα της εργασίας του σώματος και καθώς εν αρχή προηγήθη ή πλάσης του σώματος από το εμφύσημα της ψυχής, ούτω και τα σωματικά έργα προηγούνται των έργων της ψυχής. Μεγάλη είναι ή δύναμις της μικράς πνευματικής εργασίας, εάν γίνεται τακτικώς και διαμένει πάντοτε επειδή και ή μικρά σταγόνα του απαλού ύδατος, εάν στάζει πάντοτε, βαθουλώνει την σκληρά πέτραν.
Όταν πλησιάζει ν' αναστηθεί εις σε ό πνευματικός άνθρωπος, τότε σοι διεγείρεται ή νέκρωσις πάντων των του κόσμου πραγμάτων και θερμαίνεται ή ψυχή σου εκ της χαράς και εκ της γλυκύτητας της καρδίας σου οι λογισμοί σου περιορίζονται εντός σου και πάλιν όταν μέλλει ν' αναστηθεί εις σε ο κόσμος, αυξάνει ο διασκορπισμός του νοός σου και το μικρόν και άτακτο φρόνημα. Κόσμον ενταύθα ονομάζω τα πάθη, τα οποία γεννά ο διασκορπισμός του νοός όταν ταύτα γεννηθώσι και αυξηθώσι, τότε γίνονται οι αμαρτίαι και θανατώνουσι τον άνθρωπον. Καθώς δεν γεννώνται τέκνα χωρίς μητέρα, ούτω δεν γεννώνται τα πάθη χωρίς τον διασκορπισμό της διανοίας, ούτε ή αμαρτία τελειώνει χωρίς της ενεργείας των παθών.
Όταν ή υπομονή αυξηθεί εις τάς ημετέρας ψυχάς, είναι σημείο, ότι λάβαμε κρυπτώς την χάριν της παρηγοριάς. Ή δύναμης της υπομονής είναι δυνατότερα από τάς εις την καρδίαν εμπίπτουσας εννοίας της χαράς. Ή κατά Θεόν ζωή είναι ή ταπείνωσις των αισθήσεων και όταν ζή ή καρδία, οι αισθήσεις ταπεινούνται, όταν δε διεγείρονται οι αισθήσεις, νεκρούται ή καρδία από τον θεόν επειδή ή διέγερσης των αισθήσεων προξενεί την νέκρωσιν της καρδίας.
Εκ των μεταξύ των ανθρώπων γινομένων αρετών ή συνείδησης δεν λαμβάνει την αξιότητα. Ή αρετή, την οποίαν πράττει τις δι' άλλων, δεν δύναται να καθαρίσει την ψυχήν επειδή ή τοιαύτη αρετή δεν είναι αξιόμισθος παρά το Θεό άλλ' εκείνη ή αρετή, την οποίαν πράττει ό άνθρωπος άφ' εαυτού, λογίζεται τελεία αρετή και τέλειοι δύο τινά συγχρόνως και αξιόμισθος θεωρείται και την καθαρότητα της καρδίας προξενεί δια τούτο άφησε το πρώτον είδος και ακολούθησαν το δεύτερον καθότι εάν δεν αφήσεις το πρώτον και φροντίσεις περί του δευτέρου, εκπίπτεις εξάπαντος από του Θεού.
Η ανάπαυσις του σώματος και ή αργία είναι απώλεια της ψυχής και περισσότερον από τους δαίμονας δύνανται να βλάψουν κάποιον . Εάν παραβίασης το αδύνατον σώμα εις έργα ανώτερα της δυνάμεως αυτού, προξενείς σκότωσιν και ταραχή και σύγχυσιν εις την ψυχήν σου εάν όμως το δυνατόν σώμα εκδώσεις εις την ανάπαυσιν και αργία, πάσα κακία τελειούται εις την ψυχήν σου και εάν κάποιος μεγάλως επιθυμεί το καλόν, άλλ' ή ανάπαυσις και ή αργία λίγο κατ` λίγο αφαιρούν άπ' αυτού και αυτήν την έννοια του καλού, την οποία είχε.
Όταν ή ψυχή μεθύσι εκ της χαράς της ελπίδος αυτής και εκ της ευφροσύνης του Θεού, τότε το σώμα αναίσθητη και δεν αισθάνεται τάς θλίψεις, καν ασθενές υπάρχει και ενώ τότε βαστάζει διπλό βάρος δεν ατονεί αλλά συναπολαύει και συνεργεί στην τρυφή της ψυχής ούτω συμβαίνει, όταν ή ψυχή εισέλθει σε εκείνη την χαρά του αγίου Πνεύματος.
Αδελφέ, εάν φυλάξεις την γλώσσάν σου, σόι δίδεται παρά Θεού ή χάρις της κατανύξεως της καρδίας και βλέπεις εις αυτήν την κατάστασιν της ψυχής σου και δι' αυτής εισέρχεσαι στην χαράν του αγίου Πνεύματος εάν όμως σε νικήσει ή γλωσσά σου, πίστευσόν μοι, ότι ουδέποτε θέλεις δυνηθεί να ελευθερωθείς εκ της σκοτώσεως• εάν δεν έχεις καθαράν καρδίαν, έχε τουλάχιστον στόμα καθαρόν, ως είπεν ο μακάριος Ιωάννης της κλίμακος.
Όταν θέλεις να συμβούλευσες τινά εις το καλόν, πρώτον ανάπαυσον αυτόν σωματικός και τίμησον αυτόν δια λόγου αγάπης• διότι κανένα άλλο δεν πείθει τον άνθρωπον τόσον, ώστε να εντραπεί και να μεταβάλει εαυτόν εκ της κακίας εις την αρετή, όσον ή σωματική περιποιήσεις και ή τιμή, την οποίαν βλέπει από σε. Όσον εισέρχεται κάποιος στον αγώνα δια τον θεόν, τοσούτον ή καρδία αυτού ευρίσκει παρησίαν στην προσευχήν και όσον έλκεται ό άνθρωπος εκ των πραγμάτων του κόσμου, στερείται την βοήθειαν του Θεού. Μη λυπάσαι στάς στενοχώριας και κακοπαθείας του σώματος καθότι όταν ό θεός ιδεί την υπομονή σου, αφαιρεί αυτάς τελείως από σου. Μη φόβου τον θάνατον διότι ο θεός ετοίμασε τα μέλλοντα αγαθά, ίνα σε κάμει ανώτερο αυτού. Αύτω ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Βίβλος ζωής

Περισσότερα >>

Αιμάτινη πορεία

Περισσότερα >>