www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
ΕΚΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

 

ΥΠΟΜΟΝΗ

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ νέο Μοναχό πού ξεκίνησε μέ πολύ ζήλο γιά πνευματικούς αγώνες, συνέβαινε αυτός ό πειρασμός: μόλις άρχιζε νά κάνη προσευχή τόν έπιανε ρίγος, δυνατός πονοκέφαλος, πυρετός.
— Είμαι άρρωστος καί δεν αποκλείεται νά πεθάνω, έλεγε στον εαυτό του. "Ας βάλω λοιπόν τά δυνατά μου νά τελειώσω τήν προσευχή μου γιά νά είμαι έτοιμος, όταν μέ καλέση ό Κύριος μου.
Μ' αυτές τις σκέψεις βίαζε τόν εαυτό του καί τελείωνε τήν καθημερινή Ακολουθία του. Ύστερα όμως από τήν προσευχή τοϋ περνούσαν όλα. Αισθανότανε περίφημα. Αρρώσταινε πάλι σάν πλησίαζε ή ώρα της προσευχής. "Εφερνε κι' αυτός μέ μιας στή σκέψι του τό θάνατο, έβίαζε τόν εαυτό του καί δέν παραμελούσε τά καθήκοντα του. Κι' ό Θεός βλέποντας τή μεγάλη του υπομονή, τόν απάλλαξε γρήγορα από τό βασανιστικό πειρασμό.
***
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ πήγε νά έπισκεφθή τόν Άββα Άχιλλά και τόν πρόλαβε νά φτύνη από τό στόμα του αίμα.
— Τί έπαθες, Αδελφέ; τόν ρώτησε.
Κι' ό άνθρωπος της υπομονής:
- Αυτό πού είδες, είπε, είναι ό λόγος τοΰ Άδελφοϋ πού
πριν από λίγο μέ στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά νά μή
τοΰ απαντήσω και ζήτησα από τόν Θεό νά πάρη τήν πικρία
από τήν ψυχή μου. Καί νά πού ό λόγος έγινε αϊμα στό στόμα
μου. Φτύνοντας το έβγαλα μαζί καί τή θλΐψι της καρδίας μου.
***
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ πείνασε κάποιο πρωινό.
- Δέν τρώνε τό πρωΐ οί Μοναχοί, είπε στον εαυτό του.
"Ας περιμένω τουλάχιστον ως τήν τρίτη ώρα.
Σάν έφθασε ή τρίτη ανέβαλε ως τήν έκτη. Όταν κι' ή έκτη πλησίαζε, έβρεξε τά παξιμάδια του κι' είπε στό λογισμό του:
— Κάνε λίγη υπομονή, δέ θ' άργήση κι' ή έννάτη.
"Οταν πιά έφθασε ή δύσι τοΰ ηλίου, σηκώθηκε νά προσευχηθή γιά νά καθΐση στό τραπέζι. Είδε τότε τήν ενέργεια τοΰ σατανά, πού από τό πρωΐ τοΰ είχε φέρει πείνα, σάν βρωμερός καπνός, από τό στόμα του. Παρευθύς ελευθερώθηκε από τήν επιθυμία. Καί φυσικά δέν έφαγε.
ΕΝΑΣ από τους μεγάλους της ερήμου άγωνιστάς έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες νά μή πιή νερό. Δέν άρκοϋσε μόνο τοϋτο. Όταν στό διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι’ ή δίψα του φλόγιζε τά σπλάγχνα, έπλενε τό ποτήρι του, τό γέμιζε ώς επάνω κρυστάλλινο νερό άπ' τήν πηγή και τ' άφηνε απέναντι του.
— Γιατί νά τό κάνης αυτό; τόν ρώτησε κάποιος γείτονας του ερημίτης.
— Γιά νά εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ό γενναίος
αθλητής.
***
ΔΕΝ προοδεύουμε σήμερα στην αρετή, έλεγε ένας γέροντας στους μαθητάς του, ούτε θά κατορθώσωμε ποτέ νά φθάσομε στά μέτρα τών παλαιών Πατέρων, γιατί δέν έχομε υπομονή νά τελειώσωμε τό έργο πού άρχίζομε. Επιθυμούμε ν' άποκτήσωμε χαρίσματα, αλλά χωρίς κόπο, γι' αυτό εύκολα ξεγλιστράμε στό κακό. Συχνά και χωρίς λόγο άλλάζομε τόπο διαμονής, σάν νά θέλωμε τάχα νά βρούμε μέρος πού δέν υπάρχει διάβολος. "Αλλοτε πάλι έλεγε:
Εκείνος πού γιά ένα διάστημα αγωνίζεται καί κοπιάζει πέρα από τό μέτρο κι' ύστερα πέφτει σέ αμέλεια κι' αρχίζει πάλι εντατικό αγώνα και γρήγορα ατονεί, ποτέ δέν θ' απόκτηση υπομονή. Άπ' αυτόν μή περιμένης ποτέ πρόοδο.
***
ΑΠΟ τόν 'Αββα Κρόνιο, τόν μαθητή τοΰ Μεγάλου Αντωνίου, άκουσα τήν ιστορία τοΰ Παύλου, πού γιά τήν ακακία καί τήν απλότητα τοΰ χαράκτηρος του ώνομάσθηκε «Απλούς», γράφει στ' απομνημονεύματα του ό Παλλάδιος.
Ό Παύλος ήταν χωριάτης γεωργός. Σέ μεγάλη σχετικά ηλικία παντρεύθηκε νέα γυναίκα κι' όμορφη. Όχι όμως πιστή κι' ενάρετη. Πολύ καιρό τόν απατούσε μέ κάποιο συγχωριανό του, χωρίς εκείνος νά βάζη ποτέ στό νοΰ του υποψίες. Κάποτε όμως την ανακάλυψε. Δέν παραφέρθηκε, όπως θά έκανε άλλος στή θέσι του. Μέ σεμνό χαμόγελο στά χείλη, είπε στό παράνομο ζευγάρι:
— Πολύ καλά.   Μάρτυς μου ό Θεός,  δέν μ' ενδιαφέρει
καθόλου. Ούτε αναγνωρίζω γυναίκα πιά. Θά τραβήξω κι' εγώ τό δρόμο μου.
Χωρίς άλλη συζήτησι, βγήκε από τό σπίτι του καί πήρε τό δρόμο της ερήμου. Ύστερα από εξαντλητική πορεία πολλών ήμερων κάτω από τις φλογερές ακτίνες τοϋ τροπικού ηλίου, έφθασε στό όρος τοΰ Μεγάλου Αντωνίου. Δέν άργησε ν' ανακάλυψη καί τό σπήλαιο πού άσκήτευε ό "Οσιος. Κτύπησε ευλαβικά τήν πόρτα. Ό Μέγας Ερημίτης άνοιξε. Μέ δυό λόγια ό Παΰλος τοΰ εξήγησε γιατί είχε φθάσει ώς εκεί.
— Θέλω νά γίνω Μοναχός, 'Αββά.
Ό Μέγας Ασκητής συνωφρυώθηκε.
— Πολύ  αργά  τό  αποφάσισες.   Στήν  ηλικία  πού  είσαι,
άνθρωπε μου, δέν μπορείς νά γίνης Μοναχός και μάλιστα σέ
τούτη   εδώ  τήν  τραχεία  έρημο.   Γύρισε  στον  τόπο  σου  κι'
έργάσου λίγο ακόμη γιά νά ζήσης, ευχαριστώντας τό Θεό.
— Κράτησε με, Άββα, παρακάλεσε ό Παΰλος. Σοΰ υπόσχομαι νά κάνω ό,τι μέ προστάζεις.
— Σοΰ λέω άλλη μιά φορά γιά νά τό καταλάβης: Είσαι
ηλικιωμένος πιά καί δέν άντέχης στους κόπους της ερήμου.
"Αν έπιμένης όμως νά γίνης Μοναχός, πήγαινε τουλάχιστον σέ
Κοινόβιο πού ή άσκησις είναι πιό ελαφρά. Έγώ, καθώς βλέπεις, αγωνίζομαι μόνος. Τρώγω μιά φορά στίς πέντε μέρες καί
πάλι όχι χορταστικά. "Ισα, ϊσα, νά μή πεθάνω από ασιτία.
Μ' αυτά καί άλλα ακόμη επιχειρήματα προσπαθούσε ό Αντώνιος ν' απαλλαγή από τόν ενοχλητικό επισκέπτη.
Εκείνος όμως δέν έπαυε νά τόν παρακαλή. Σάν είδε ό "Οσιος πώς μέ λόγια δέν τόν έπειθε, μπήκε στή σπηλιά του καί έκλεισε ερμητικά τήν πόρτα, αφήνοντας έξω τό γέρο χωρικό.
- "Ετσι θ' άναγκαστή νά φύγη, συλλογίστηκε.
Τρεις μέρες έμεινε ό Αντώνιος κλεισμένος στή σπηλιά του. "Αλλες τόσες έμεινε κι' ό Παΰλος άπ' έξω, καθισμένος σέ μιά πέτρα. Τέλος άνοιξε τήν πόρτα του ό Μεγάλος Ερημίτης. Κατάπληκτος βρήκε τόν Παΰλο στό ϊδιο μέρος νά περιμένη υπομονετικά. Τόν θαύμασε, τόν εύλαβήθηκε, μά δέν θέλησε νά δείξη ευθύς πώς υποχωρεί.
- Φύγε, έπί τέλους, ευλογημένε, καί μή μέ στενόχωρης.
Δέν μπορώ νά σέ κρατήσω.
Άλλα κι' ό γέρο-χωρικός είχε γίνει τώρα πιό σταθερός στην άπόφασί του.
- Δέν πηγαίνω πουθενά,  αποκρίθηκε.  "Η  μέ δέχεται  ή
αγιοσύνη σου ή μένω έδώ άπ' έξω, έως ότου μέ κατασπαράξουν
τά θηρία. Καί δώσε τότε σύ λόγο στον Θεό, Άββά.
Ό Αντώνιος δέν περίμενε ποτέ τόση αποφασιστικότητα από ένα ανάπηρο γέροντα. Μέ μιά ματιά βεβαιώθηκε πώς τίς τρεις εκείνες ήμερες είχε μείνει νηστικός και διψασμένος. Τίποτε δέν είχε φέρει μαζί του. Φοβήθηκε λοιπόν μή πεθάνη άπό τήν πείνα καί τό έχει βάρος στην ψυχή του. Τοϋ είπε νά περάση στή σπηλιά. Τόν έβαλε νά σταθή σέ μιά γωνιά καί τοΰ έδειξε νά πλέκη ψαθί.
Νηστικός, κατάκοπος, αγρυπνημένος ό καυμένος ό γέρος, έπλεκε συνεχώς έκεϊ όρθιος μέ μεγάλη δυσκολία. ΤΗταν τελείως ασυνήθιστος σέ τέτοια. Ώς τόσο έφτιαξε δεκαπέντε πήχες. Ό Άββάς όμως δέν εννοούσε ακόμη νά δείξη ύποχώρησι.
- Τί  κακοφτιαγμένο  πλέξιμο  είναι   τοΰτο;  τοΰ  φώναξε.
Καλά  λέω εγώ πώς  δέν αξίζεις γιά τίποτε.  Τί  κάθεσαι και περιμένεις;  Ξήλωνε κι’ άρχισε άλλο.
Ό Παϋλος δέν άνοιξε τό στόμα του νά δικαιολογηθή. Ξέπλεξε τή σειρά πού μέ τόση δυσκολία είχε φτιάξει. Άρχισε
μέ καινούργια προσπάθεια. Τώρα όμως ή δουλειά ήταν πιό ακατόρθωτη. Τό χόρτο ήταν ζαρωμένο.
Ό Αντώνιος, πού μ' αυτό τόν τρόπο τόν δοκίμαζε, κρυφά τόν παρακολουθούσε καί βεβαιώθηκε γιά τήν μεγάλη του αρετή. Οϋτε δυσαρεστήθηκε, ούτε από μικροψυχΐα γόγγυσε, οΰτε ίχνος ανυπομονησίας φάνηκε στην έκφρασΐ του. Ό Παύλος μέ τόν υπέροχο χαρακτήρα του κέρδισε από τήν αρχή τήν έκτίμησι καί τήν ιδιαίτερη εύνοια τοΰ Μεγάλου Αντωνίου.
Όταν πιά έδυσε ό ήλιος, αποφάσισε νά τόν έρωτήση:
— Θέλεις νά φάμε λίγο ψωμί, παππούλη;
Τό «παππούλη» τοΰ τό έλεγε συχνά κοροϊδευτικά.
— Όπως ορίσεις, Άββά.
Τόσες μέρες νηστικός, σκέφτηκε μέ απορία ό Αντώνιος, καί ούτε σημάδι λαιμαργίας.
— Βάλε τράπεζα, τόν πρόσταξε.
Ό Παΰλος έστρωσε τό τραπέζι. Ό Αντώνιος έφερε τέσσερα παξιμάδια, ένα γιά τόν εαυτό του καί τρία γιά τόν καινούργιο υποτακτικό. Προτοΰ αρχίσουν φαγητό, ό Όσιος είπε όσο πιό αργά μπορούσε — εξακολουθούσε ή δοκιμασία — δώδεκα ψαλμούς. Παρατηρούσε όμως καί τόν Παΰλο. Τόν είδε πώς προσευχόταν μέ μεγάλη προθυμία.
Είχε νυχτώσει, όταν κάθισαν στην τράπεζα. Ό Αντώνιος τελείωσε μέ τό παξιμάδι γρήγορα καί περίμενε τόν Παΰλο πού έτρωγε πιό αργά. Άλλα κι’ εκείνος έφαγε ένα καί σταμάτησε.
— Φάγε, παππούλη, καί τ' άλλα παξιμάδια, είπε ό Όσιος.
— "Αν φάγης άλλο σύ, θά φάγω κι' εγώ.
— Σέ μένα αρκεί ένα. Είμαι μοναχός.
— Τότε αρκεί καί σέ μένα, είπε ό Παΰλος. Κι' εγώ θέλω νά γίνω μοναχός.
Μετά τό δείπνο είπε ό Αντώνιος τους συνηθισμένους δώδεκα ψαλμούς καί δώδεκα εύχάς κι’ επήγαν ν' αναπαυθούν λίγο, γιά νά σηκωθούν πάλι τά μεσάνυκτα νά συνεχίσουν τήν προσευχή τους ως τό πρωΐ.
Όταν είδε ό Όσιος πώς ό γέροντας τόν μιμήθηκε σέ όλα μέ ζήλο νεανικό, ΰστερα από μερικές εβδομάδες τοΰ είπε:
— Πιστεύω, αδελφέ, νά κατάλαβες τώρα καλά πώς πολιτεύομαι εδώ στην έρημο. "Αν νομίζης πώς μπορείς νά κάνης
τήν ϊδια ζωή, μείνε μαζί μου.
— Δεν ξεύρω αν έχης νά μοϋ δείξης τίποτε περισσότερο
αργότερα,  Άββα, αποκρίθηκε ό Παύλος. Αυτά πού είδα έως σήμερα, τά κάνω μ' ευκολία.
"Ετσι ό Όσιος τόν έκανε καλόγερο. Τόν βοήθησε νά φτιάξη μιά δική του καλύβη από καλάμια, σέ κάποια άπόστασι από τό σπήλαιο.
— Τώρα, μέ τήν βοήθεια τοϋ Θεοΰ, έγινες πιά καλόγηρος,
τοΰ είπε. Μείνε λοιπόν μόνος στή καλύβα σου γιά νά δοκιμάσης καί των δαιμόνων τους πειρασμούς.  "Ετσι θά γίνης πιό
γενναίος καί πιό έμπειρος στους πνευματικούς αγώνας.
Ό απλοϊκός γέροντας αγωνίστηκε αλήθεια πολύ "σκληρά. Μέ τήν υπομονή του όμως καί τήν ταπεινοσύνη του κατώρθωσε νά φθάση σέ μεγάλα μέτρα αρετής καί νά πάρη πολλά χαρίσματα από τόν Θεό. Νά θεραπεύη ψυχικές καί σωματικές αρρώστιες καί νά διώχνη τά πονηρά πνεύματα.
Κάποτε ώδήγησαν οί γονείς του ένα νέο πού βασανιζόταν άπό φοβερό δαιμόνιο στό σπήλαιο τοΰ Μεγάλου Αντωνίου καί τόν παρακαλούσαν νά τόν θεραπεύση. Ό Όσιος τους έστειλε στον Άββα Παΰλο.
— Εκείνος, εϊπε, έχει πάρει τό χάρισμα άπό τόν Θεό νά
διώχνη αρχικά πνεύματα.
Γιά νά μήν άρνηθή ό Παΰλος, πήγε μόνος του ως τήν καλύβη ό Όσιος.
— Άββα  Παΰλε,  τοΰ  είπε,  ελευθέρωσε  τό  πλάσμα  τοΰ
Θεοΰ  άπό  τοΰ σατανά τήν εξουσία,  γιά νά εύγνωμονή  τόν
Κύριο σ' όλη του τή ζωή.
— Έσύ γιατί δέν τό θεραπεύεις, Πάτερ; ρώτησε μέ απορία ό Παϋλος.
— Δέν  εύκαιρώ  τώρα,   δικαιολογήθηκε  ό   Αντώνιος  κι'
έφυγε βιαστικά.
Ό Άπλοΰς Παϋλος κύτταξε μέ συμπάθεια τόν βασανισμένο νέο. "Εκανε μέσα του θερμή προσευχή και εϊπε στό δαιμόνιο:
— Ό Άββάς Αντώνιος σέ προστάζει νά φύγης άπό τόν
άνθρωπο καί νά μή τόν ξαναενοχλήσης.
Τό δαιμόνιο αγρίεψε καί μέ τρομακτικές κραυγές έβριζε τόν Αντώνιο. Ό Παύλος έβγαλε τήν μηλωτή' πού τοΰ είχε χαρίσει ό "Οσιος καί χτυπώντας μ' αυτή τόν άρρωστο ελαφρά στην πλάτη, εξακολουθούσε νά λέη:
— Ό Άββας μου σέ προστάζει νά φύγης άπό τόν άνθρωπο.
Τό πονηρό πνεϋμα, όχι μόνο δέν εννοούσε νά ύπακούση,
αλλά έγινε τώρα πιό επιθετικό. Χαλούσε τόν κόσμο άπό τις φωνές καί τό θόρυβο.
Άλλα κι' ό Παϋλος θύμωσε πιό πολύ μαζί του. Ανέβηκε σέ μιά μεγάλη πέτρα, κάτω άπό τόν ανυπόφορο ήλιο τοϋ καλοκαιριάτικου μεσημεριού καί προσευχήθηκε, μ' αυτά τά άπλα, αλλά γεμάτα πίστι λόγια, στον Θεόν:
— Κύριε, γνωρίζεις πώς πήρα τήν άπόφασι νά μήν κατέβω
άπό τούτη τήν πέτρα, αν δέν ελευθέρωσης τό πλάσμα Σου άπό
τήν εξουσία τοΰ διαβόλου.
Αυτή ή προσευχή έφερε αποτέλεσμα. Τό πονηρό πνεύμα φώναξε, σάν νά μαστιγωνόταν από αόρατη δύναμι:
— Φεύγω, φεύγω. Μ' ένΐκησε ή προσευχή τοΰ Παύλου.
Μ' αυτά τά λόγια ελευθέρωσε τόν άνθρωπο άπό τή βασινιστική του εξουσία.
***
Ο ΟΣΙΟΣ Έφραίμ ό Σϋρος συμβουλεύει τους Πνευματικούς Πατέρας νά μήν εμποδίζουν τήν προθυμία τών ηλικιωμένων ανθρώπων, όταν ειλικρινά ποθοΰν τή μοναχική ζωή.
- Μήν έξουθενώνης τους Γέροντας, όταν επιθυμούν καί προθυμοποιούνται νά αναλάβουν τους κόπους της ασκήσεως. Οΰτε ό Κύριος μας κατεφρόνησε τους εργάτας της ενδέκατης. Ποίος ξεύρει αν κάποιος άπ' αυτούς δεν είναι σκεΰος εκλογής;
***
ΚΑΠΟΙΟΣ νέος πού είχε στην ψυχή του θερμό πόθο νά γίνη Μοναχός, άφησε τόν κόσμο καί προχώρησε βαθειά στην έρημο, αναζητώντας Πνευματικό Όδηγό γιά νά ύποταχθή. Διέκρινε τέλος πάντων από μακριά μέσα σ' εκείνη τήν αχανή έρημο ένα κελλί μ' ένα πυργάκι.
— "Οποιον βρω στον πύργο, είπε στον εαυτό του, θά μείνω
κοντά του και θά τόν υπηρετήσω σ' όλη μου τήν ζωή.
"Εφτασε κατάκοπος. Χτύπησε τήν πόρτα και τοΰ άνοιξε ένας ηλικιωμένος Καλόγερος.
— Τί γυρεύεις, Αδελφέ; τόν ρώτησε απρόθυμα.
— Έχω κάποιο τάξιμο, αποκρίθηκε εκείνος, καί γι' αυτό έφτασα ως εδώ.
Είχε πιά νυχτώσει. Ό Καλόγερος αναγκάστηκε νά βάλη μέσα τό παλληκάρι γιά νά μή κινδυνεύση σ' εκείνη τήν άγρια ερημιά.
— Σκοπεύεις νά  βρης Γέροντα; τόν ρώτησε, καθώς τοΰ
ετοίμαζε κάτι πρόχειρο νά φάη.
— "Οχι, είπε ό νέος, ήλθα αποφασισμένος νά μείνω εδώ μαζί σου.
Ή σταθερή άπάντησις τοΰ παλληκαριοΰ κατατάραξε τό γέρο — Μοναχό. Αυτό δά έλειπε τώρα, νά μαζευτοΰν παρείσακτοι στό κελλί του. Ό δυστυχισμένος είχε από καιρό παραστρατήσει καί συζούσε μέ γυναίκα της αμαρτίας. Γιά ν' απαλλαγή από τόν ενοχλητικό επισκέπτη δέ δίστασε νά τοΰ είπή:
— "Αν θέλης ν' ακούσης τή συμβουλή μου, νεαρέ, ψάξε νά
βρης Μοναστήρι νά μείνης. Έγώ δέ μπορώ νά σέ κρατήσω.
"Εχω γυναίκα.
— Εϊτε γυναίκα έχεις, εϊτε αδελφή, είναι δικός σου λογαριασμός, 'Αββα. Έμενα αυτό δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου. Έγώ υποσχέθηκα στον Κύριο μου, καθώς ερχόμουν, πώς θά μείνω κοντά σου και μέχρι θανάτου νά σέ υπηρετώ, εξήγησε ό νέος.
Έτσι κι' έγινε. Αρκετό καιρό υπηρετούσε μ' όλη του τήν προθυμία καί μέ άπονηρευτη καρδιά τό παράνομο ζευγάρι. Όσο όμως τό παλληκάρι φρόντιζε γιά τήν ψυχή του, τόσο ή συνείδησις των άλλων επαναστατούσε.
— Δέν μάς αρκεί ή αμαρτία μας; έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα
θά είμαστε υπόλογοι καί γιά τήν ψυχή τούτου εδώ. "Ας φύγωμε
καί άς τ' άφήσωμε τό κελλί.
Μιά νύχτα λοιπόν ξεκίνησαν κρυφά νά φύγουν. Δέν είχαν όμως προχωρήσει πολύ, σάν είδαν τό νέο νά τρέχη λαχανιασμένος νά τους προφθάση. Πήρε εϊδησι πώς φεύγανε.
— Μέχρι πότε θά μάς καταδικάζης μέ τήν παρουσία σου;
του είπαν ταραγμένοι, όταν πλησίασε. Κράτησε τό κελλί καί
κύτταξε νά σώσης τή ψυχή σου. "Αφησε κι' έμας ήσυχους.
— Έγώ δέν ήλθα έδώ γιά τό κελλί, 'Αββα, εϊπε λυπημένος
στον Καλόγερο ό Αδελφός. 'Αλλά γιά νά υπηρετήσω εσένα,
όπως υποσχέθηκα στον Κύριο μου. Θά σέ ακολουθήσω, όπου κι' αν πάς.
Ή άπόκρισι τοΰ 'Αδελφοϋ έφερε συντριβή στον παραστρατημένο Γέροντα. Ή αγιότητα του νέου τοΰ έδειξε καθαρά τό βοϋρκο πού είχε πέσει. "Εδιωξε παρευθύς τήν αμαρτωλή γυναίκα, πού κι' εκείνη είχε αρχίσει νά μετανοή, και γύρισε στό κελλί του καινούργιος άνθρωπος.
Μέ τήν υπομονή του ό νέος έσωσε δυό ψυχές!
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ναθαναήλ πρώτο βγαίνοντας στην έρημο νέος στην ηλικία κι' αρχάριος στή μοναχική πολιτεία, βρήκε μιά σπηλιά σ' ένα απόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζήλο κι' ενθουσιασμό γιά άσκησι, έμεινε εκεί ν' αγωνίζεται μόνος. Γρήγορα όμως απόκαμε από τήν τραχύτητα τοϋ τόπου καί τίς πολλές στερήσεις.   Περνούσε  εβδομάδες  ολόκληρες χωρίς ψωμί και νερό. Αποφάσισε τέλος ν' άφήση τό σπήλαιο καί νά μείνη σέ πιό ήμερο τόπο. "Εφτιαξε μιά καλύβα στή σκήτη των Πατέρων γιά νά ζήση πιό κοντά σ' αυτούς.
Τήν πρώτη νύκτα, πού εγκαταστάθηκε στή νέα του διαμονή, αναστατώθηκε κυριολεκτικά άπό ένα ασυνήθιστο θόρυβο στή στέγη της καλύβας. Χαλοϋσε ό κόσμος άπό τά χτυπήματα. Ανήσυχος βγήκε νά ίδή τί συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ένα απαίσιο υποκείμενο. Φορούσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή καί κρατούσε στά χέρια του ένα πελώριο τσεκούρι. Μ' αυτό φαίνεται θά προξενούσε όλη αυτή τή φασαρία.
— Ποιος είσαι  τοϋ  λόγου  σου  πού  δέν  μ'  αφήνεις νά
ησυχάσω τέτοια ώρα; ρώτησε ό Άββάς.
— Δέ μέ γνώρισες ακόμη; είπε εκείνος μ' ένα αποκρουστικό γέλιο πού έφερνε ανατριχίλα. Έγώ σ' έδιωξα άπό τή πρώτη
σου κατοικία. Καί νά 'μαι πάλι πρώτος καί καλλίτερος νά σε βγάλω κι' άπό εδώ.
— Άλλοίμονό  μου,  συλλογίστηκε ό  Άββας Ναθαναήλ,
έγινα περίγελως τοΰ σατανά.
Τό άλλο πρωΐ χωρίς αναβολή γύρισε στή σπηλιά πού είχε αφήσει. Έμεινε πιά εκεί ώς τό τέλος της ζωής του, υποφέροντας μέ υπομονή, όχι μόνο τήν αγριότητα του τόπου, αλλά καί τίς καθημερινές επιθέσεις τοΰ έχθροΰ.
***
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ κάποτε νά ξεγελάση ό διάβολος και τόν Άββα Μακάριο τόν Άλεξανδρέα, νά βγή άπό τό κελλί του καί νά γυρίση στην πολιτεία.
- Άφοΰ έχεις χάρισμα άπό τό Θεό νά θεραπεύης όλες τίς αρρώστιες, του ψιθύριζε στό λογισμό του, γιατί δέν πας στή Ρώμη νά φανής χρήσιμος στους ανθρώπους;
Ό άνθρωπος τοΰ Θεοΰ διέκρινε αμέσως τά ζιζάνια της κενοδοξίας καί βάλθηκε νά τά ξερριζώση. Μιά μέρα πού οί λογισμοί έγιναν πιό ενοχλητικοί άπό κάθε άλλη φορά, ξάπλωσε  φαρδύς πλατύς  μπρος στό κατώφλι της πόρτας του καί
έλεγε, φιλονικώντας μέ τόν διάβολο:
— Σύρε με δίά της βίας, αν έχης τέτοια εξουσία, πονηρέ.
Έγώ μέ τή θέλησί μου δέ κάνω βήμα έξω από τό κελλί μου.
"Αλλη φορά πάλι, γιά νά διώξη παρόμοιους λογισμούς φορτώθηκε στή πλάτη ένα μεγάλο σακκί άμμο καί πηγαινοερχόταν ολόκληρη τή νύκτα μέσα στην έρημο.
— Τί κάνεις αύτοΰ, 'Αββα; τόν ερώτησε ό γείτονας του Άββάς Θεοσέβιος, πού έτυχε νά τόν συνάντηση.
— Ξεγελώ εκείνον πού προσπαθεί νά μέ ξεγελάση, αποκρίθηκε ό "Οσιος. Ένώ έχω βρή εδώ τήν ησυχία μου μέ ξεσηκώνει γιά ταξίδια.
Μέ τόν αγώνα καί τήν υπομονή του απομάκρυνε εντελώς τους ενοχλητικούς λογισμούς.
***
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός, πού είχε πέσει σε αμέλεια, πήγε στον 'Αββα Μάρκο τόν Ασκητή νά έξομολογηθή.
- Μοΰ λέγει ό λογισμός, 'Αββα, νά σηκωθώ νά φύγω από τό κελλί μου, γιατί καί πού κάθομαι σ' αυτό δέ κατορθώνω τίποτε.
— Απάντησε του, τόν συμβούλεψε ό' διακριτικός Γέρων,
πώς γιά χάρι τοΰ Χριστού, θά μείνω σ' αυτό σ' ολη μου τή ζωή και θά φυλάω τους τέσσερεις τοίχους.
***
ΑΝ ΑΠΟΤΥΧΗΣ, αδελφέ, νά τελείωσης τό πνευματικό έργο πού άρχισες στον τόπο πού μένεις, ας μή σέ ξεγελά ό λογισμός σου πώς θά επιτυχής οπουδήποτε άλλου, συμβούλευε ένα νέο κάποιος σοφός Γέροντας.
***
ΕΝΑΣ Μοναχός βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο πού πρωτάρχισε ν' αγωνίζεται. Κάποτε έχασε τήν υπομονή του κι' αποφάσισε νά φύγη μακριά γιά νά βρή τήν ησυχία του.
Καθώς έσκυψε νά δέση τά σανδάλια του γιά νά ξεκινήση, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλο νά δένη κι' έκεϊνος τά δικά του.
— Ποιος είσαι σύ; τόν ερώτησε.
— Εκείνος  πού  σέ   βγάζει  από  δω.   Και  νά   'μαι  πάλι έτοιμος νά προπορευθώ έκεΐ πού σκοπεύεις νά καταφυγής.
Ήταν ό διάβολος πού επεχείρησε νά τόν διώξη, αλλά δέ τό κατώρθωσε γιατί ό Αδελφός έμεινε, υστέρα άπ' αυτό, στό κελλΐ του κι' αγωνίστηκε με υπομονή, έως ότου νίκησε τους πειρασμούς.
***
ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ πού συχνά μεταφυτεύεται δεν καρποφορεί, λέγει κάποιος έμπειρος Γέρων. Κι' ό μοναχός, πού χάνει την υπομονή του κι' αλλάζει διαρκώς τόπο διαμονής, δέν προοδεύει στην αρετή.
***
ΕΝΑΣ από τους Αδελφούς κάποιου Κοινοβίου εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο του πώς οί λογισμοί του τόν βασάνιζαν νά σηκωθή νά φύγη, γιατί είχε βαρεθή πιά τους πειρασμούς. Ό Γέροντας τοΰ έδωσε αυτή τή συμβουλή:
— Κλείσου μέσα στό κελλί σου καί παράδωσε τόν εαυτό σου ενέχυρο στους τοίχους του. Μέ τό σώμα μή βγής έξω. Όσο γιά τό λογισμό σου άφησε τον ελεύθερο νά πηγαΐνη όπου τοΰ αρέσει.
Τό κελλί τοϋ Μοναχού, έλεγε ένας άπό τους Γέροντας, είναι ή κάμινος τών Χαλδαίων πού οί "Αγιοι Τρείς Παίδες βρήκαν τόν Υίόν τοΰ Θεοΰ κι' ό πύρινος στύλος άπ' οπού ό Μωϋσής άκουσε τόν Θεόν νά τοΰ όμιλή.
***
ΕΝΑΣ Μοναχός εννιά χρόνια βασανιζόταν άπό τό λογισμό του νά φύγη άπό τό Μοναστήρι του. Κάθε βράδυ μάζευε τά ροΰχα του κι' έλεγε στον εαυτό του:
— Αΰριο χωρίς αναβολή φεύγω.
Όταν ξημέρωνε, σκεπτόταν:
— "Ας   κάνω  καί   σήμερα  υπομονή   γιά   τήν  αγάπη   τοΰ
Χριστού κι' αύριο φεύγω.
Άφοΰ αγωνίστηκε σκληρά εννιά ολόκληρα χρόνια καί δέ νικήθηκε άπό τό λογισμό του, ό Κύριος τοϋ πήρε τόν πειρασμό.
***
ΚΙ ΑΛΛΟΣ Αδελφός σε κάποιο Κοινόβιο έπολεμεΐτο άπό τό λογισμό του νά φύγη. Αντιστεκόταν όμως σ' αυτόν, μέ μεγάλη γενναιότητα. Μιά μέρα πού βασανίστηκε σκληρά πήρε ένα χαρτί κι' έγραψε όλες τις αιτίες πού τόν έκαναν νά θέλη νά φύγη. Άπό κάτω σημείωσε, σάν νά έκανε συμφωνία μέ τόν ϊδιο του τόν εαυτό, αυτά τά λόγια:
— Υπόσχεσαι ότι θά τά ύπομένης όλα αυτά;
— Ναι, εν ονόματι τοϋ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρίστου, θα υπομείνω.
"Υπέγραψε τή δήλωσι κι' έκρυψε τό χαρτί προσεκτικά στή ζώνη του. Άπό τότε, όταν δινόταν κάποια αιτία άπ' εκείνες πού τόν παρακινούσαν νά φύγη, πήγαινε παράμερα, άνοιγε τό χαρτί καί διάβαζε: «Έν ονόματι τοΰ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρίστου, υπομένω», πού είχε γράψει μέ τό ϊδιο του τό χέρι.
— Κύτταξε καλά, έλεγε στον εαυτό του, δέν υποσχέθηκες
σέ άνθρωπο, αλλά σ' Αυτόν τόν Παντοδύναμο Θεό.
Αμέσως ή ψυχή του ειρήνευε. Μ' αυτόν τόν τρόπο κατώρθωσε νά παραμένη ήρεμος και στον πιό μεγάλο πειρασμό.
Οί άλλοι αδελφοί τόν έβλεπαν νά ξεδιπλώνη συχνά εκείνο τό μυστηριώδες γι' αυτούς χαρτί κι' άποροΰσαν. Σιγά - σιγά άρχισαν νά υποψιάζωνται. Σ' αυτό συνήργησε καί λίγος φθόνος, γιατί εκείνος είχε προοδεύσει πολύ μέ τήν υπομονή του. "Ετσι δέ δίστασαν νά τόν διαβάλουν στον Ηγούμενο.
— Γέροντα, τοΰ είπαν μέ ίερή τάχα άγανάκτησι, δέν υπάρχει πιά αμφιβολία ότι ό τάδε Αδελφός είναι μάγος. Καιρό τόν
παρακολουθούμε και τό διαπιστώσαμε. Στή ζώνη του κρύβει τά μαγικά του κατάστιχα. Έμεΐς δεν τόν άνεχόμεθα πιά. Αρκετά ώς εδώ. "Η τόν διώχνεις λοιπόν παρευθύς από τό Μοναστήρι ή φεύγομε όλοι έμεΐς σήμερα.
Ό Ηγούμενος, πού ήξερε πολύ καλά τόν Μοναχό του, γιά νά παραδεχθή τέτοια μομφή, κατάλαβε αμέσως τήν παγίδα πού πήγαινε νά τοΰ στήση ό διάβολος.
— Προσευχηθήτε, τέκνα μου, γιά τόν Αδελφό, τους είπε
μέ όλη του τήν αταραξία. Θά προσευχηθώ κι’ εγώ καί ύστερα
από τρεις ήμερες θά βγάλω τελική άπόφασι.
Τήν Ίδια νύκτα, ενώ ό Αδελφός κοιμόταν αμέριμνος, μπήκε ό Ηγούμενος αθόρυβα στό κελλί του. Πήρε μέ τρόπο τό χαρτί από τή ζώνη του, τό διάβασε καί τό 'βαλε στή θέσι του. Σάν πέρασαν οι τρεις ήμερες κάλεσε όλους τους Καλόγηρους μαζί καί τόν κατηγορούμενο.
— Γιατί  σκανδαλίζεις   τους   Αδελφούς;   του   φώναξε  μέ
αυστηρότητα μπροστά σ' όλους.
Ό ταπεινός Αδελφός έπεσε στά γόνατα καί είπε μέ φωνή πού μόλις ακουγόταν από τή ντροπή του:
— Ήμαρτον, συγχωρήστε με κι' εύχηθήτε νά μ' έλεήση ό Χριστός.
— Τί έχετε νά ειπήτε γιά τόν Αδελφό; ρώτησε τώρα τους
άλλους ό Ηγούμενος.
— Είναι μάγος, Γέροντα. Στή ζώνη του κρύβει τίς μαγείες,
φώναξαν μέ μιά φωνή οί κατήγοροι.
— Τί  κάθεστε   λοιπόν  καί   τόν  κυττάτε;   Πάρτε  του  τά
μαγικά, πρόσταξε ό Ηγούμενος.
Όλοι μαζί τότε ακράτητοι ώρμησαν εναντίον του νά τοΰ λύσουν τή ζώνη. Εκείνος ό δυστυχής προσπάθησε ν' άντισταθή, αλλά ποΰ νά τά βγάλη πέρα μέ τόσους. Στήν απεγνωσμένη πάλη κόπηκε ή ζώνη κι' έπεσε κάτω τό χαρτί. Ό Ηγούμενος πρόλαβε καί τό σήκωσε. Τό έδωσε στό Διάκο καί τόν πρόσταξε νά διάβαση μεγαλοφώνως τό περιεχόμενο από τόν άμβωνα της Εκκλησίας.
Οι συκοφάνται άκουγαν συγχυσμένοι. Σάν διαβάστηκαν μάλιστα τά τελευταία συγκινητικά λόγια: «εν ονόματι τοΰ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρίστου θά υπομένω», δεν ήξεραν ποΰ νά κρυφτοΰν από τή ντροπή τους.
Ζήτησαν τέλος συγγνώμη άπό τό Γέροντα καί από τόν Αδελφό καί άπό τότε τόν σέβονταν σάν άγιο, όπως στην πραγματικότητα είχε γίνει μέ τήν υπομονή του.
***
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΣ άτενίζομε προς τόν Σταυρό τοΰ Κυρίου μας καί μελετάμε τά πάθη Του. Γιατί όμως δέ δεΐχνομε υπομονή, ούτε στην παραμικρή περιφρόνησι πού τυχόν μας κάνουν; διερωτάται ένας άπό τους Πατέρας.
***
ΕΝΑΣ Γέροντας διηγείται πώς κάποτε συνήντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, πού έλειπαν και τά πιό στοιχειώδη μέσα γιά τή συντήρησί του, ή τροφή δηλαδή καί τά σκεπάσματα. Ητο χειμώνας καί τό κρύο ανυπόφορο. Ό φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθΐ. "Εστρωνε τό μισό στις παγωμένες πλάκες τοΰ κελλιοΰ του γιά νά πλαγιάση καί μέ τό άλλο μισό προσπαθοΰσε νά σκεπαστή. Τό αποτέλεσμα ήταν νά βασανίζεται ολόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας άπό τό κρύο.
Μιά φορά ό Γέροντας τόν άκουσε νά μονολογή δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:
— Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, γιά τ' αγαθά πού μοΰ έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποι μου αυτή τή στιγμή δέ βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή μέ τά πόδια περασμένα στό τιμωρητικό ξύλο καί δέν μπορούν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνησι; Ένώ εγώ ξαπλώνω τά πόδια μου και ξεκουράζομαι σάν βασιλιάς.
***
ΑΔΕΛΦΕ, συμβουλεύει ό Άββάς Ησαΐας ό Αναχωρητής,
προφυλάξου από την άκηδία, γιατί αυτή σάν σαράκι κατατρώγει κι' αφανίζει τους πνευματικούς σου καρπούς. "Αν αγωνίζεσαι νά κόψης ένα πάθος πού επίμονα σέ πολεμεΐ, μή άποκάμης. Κατάφευγε στή θεία βοήθεια.
— Κύριε μου, λέγε στον Ίησοΰ μ' όλη τή δύναμι της ψυχής σου, δέν μπορώ μόνος ν' αντισταθώ σ' αυτό τό πάθος. Βοήθησε με τόν αμαρτωλό.
Με τήν προσευχή θά βρής άνακούφισι.
***
ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ πάλι δίνει τήν ακόλουθη χρήσιμη συμβουλή ό ϊδιος Όσιος:
Μή συνηθίζεις νά περιδιαβαίνης τά κελλιά των αδελφών. Κάθισε στό δικό σου μέ τό φόβο τοϋ Θεοΰ στή καρδιά σου. Έχε τό νοΰ σου στην προσευχή και στή μελέτη καί τά χέρια σου απασχολημένα στό εργόχειρο. Απόφευγε τήν πολυπραγμοσύνη. Μή κάθεσαι νά έξετάζης τι κάνουν οί άλλοι, οϋτε αν έργάζωνται περισσότερο ή λιγώτερο από σένα.
***
ΟΤΑΝ ό Μέγας Αντώνιος ήτο ακόμη πολύ νέος στην ηλικία κι' αρχάριος στην άσκηση, έπεσε σέ άκηδία. Αγωνιζόταν ολομόναχος βαθειά στην έρημο, δέν είχε οδηγό κι' οί λογισμοί άρχισαν νά τοΰ φέρουν σύγχυσι. Δέν έχασε όμως τήν εμπιστοσύνη του στό θεό. Γονάτισε καί προσευχήθηκε μ' αυτά τά λόγια:
— Κύριε, θέλω νά σωθώ, αλλά δέ μ' αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο οί λογισμοί μου. Δέν έχω άλλον από Σέ, Κύριε μου, νά μέ διδάξη τί νά κάνω. Μή θέλησης ποτέ νά μέ άφήσης.
Ή προσευχή τόν ανακούφισε. Αμέσως πήρε καί τήν άπάντησι πού ζητούσε. Μόλις σηκώθηκε είδε στην άλλη άκρη τοΰ κελλιοΰ του έναν άλλο Αντώνιο, καθισμένο σέ σκαμνί νά πλέκη ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος καί τόν παρακολουθούσε. Σέ λίγο τόν είδε ν' άφήνη τό εργόχειρο καί νά προσεύχεται μέ
τά χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ύστερα ξανακάθισε στό εργόχειρο καί πάλι σηκώθηκε γιά προσευχή. Στό τέλος στράφηκε στον ϊδιο τόν Αντώνιο καί του υπέδειξε:
— Κάνε κι' εσύ τό ϊδιο καί θά σωθής. Κ' έγινε άφαντος!
Τότε κατάλαβε ό Αντώνιος πώς ό Θεός τοΰ έστειλε τόν "Αγγελόν του νά τόν διδάξη. Πήρε θάρρος καί δόθηκε στην άσκησι μέ μεγάλη υπομονή και προθυμία.
***
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
— Γιατί τάχα άκηδιώ, Άββα, όταν μείνω πολύ κλεισμένος στό κελλΐ μου;
— Φαίνεται πώς δέν άρχισες ακόμη οΰτε νά μελετάς, οΰτε
κάν νά συλλογίζεσαι τήν αιωνία άνάπαυσι των δικαίων καί των
αμελών τίς τιμωρίες, αποκρίθηκε ό διακριτικός Άββας. "Αν
αυτά συλλογιζόσουν και μελετούσες τακτικά, δέ θά έχανες τήν
υπομονή σου, ούτε σε άκηδία θάπεφτες, έστω και αν συνέβαινε
νά γεμίση τό κελλΐ σου από σκουλήκια πού νά βυθίζεσαι μέσα
σ' αυτά ώς τό λαιμό.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ αγωνιστής Μοναχός έβαλε μιά φορά όρο στον εαυτό του νά μή βγή καθόλου από τό κελλί του από τήν αρχή της Τεσσαρακοστής ώς τή νύχτα της Αναστάσεως. Ό διάβολος όμως πήγε νά δώση τό παρών. Άπό τήν πρώτη κι' όλας εβδομάδα έκανε νά γεμίση τό κελλί άπό κορέους. Πάτοιμα, οροφή, τοίχοι, σκεπάστηκαν άπό τά ενοχλητικά παράσιτα. Τό ψωμί καί τό νερό ακόμη είχαν γεμίσει.
Ό Αδελφός έδειξε μεγάλη υπομονή στον πειρασμό.
— "Αν πρόκειται και νά φαγωθώ ακόμη άπό τους κορέους, δέ θά βγω έξω ώς τή μεγάλη εορτή.
Τρεις ολόκληρες εβδομάδες κράτησε τό μαρτύριο κι' υστέρα ένα πρωινό είδε νά όρμα μέσα στό κελλΐ του αμέτρητο πλήθος μυρμηγκιών καί νά πέφτη ακράτητο επάνω στους κορέους. "Εγινε τότε σωστός πόλεμος μεταξύ των. Τέλος τά μικροσκοπικά μυρμήγκια έπεκράτησαν. Σκότωσαν αλύπητα τους κορέους καί τους έσυραν έξω άπό τό κελλί. "Ετσι αναπάντεχα απαλλάχτηκε ό Αδελφός άπό τόν ενοχλητικό πειρασμό.
***
ΟΤΑΝ ΜΕΝΩ μόνος στό κελλί μου, έξωμολογήθηκε ένας αρχάριος Μοναχός στον "Οσιο Ποιμένα, χάνω τήν υπομονή μου καί πέφτω σέ αμέλεια. Τί πρέπει νά κάνω γιά νά διορθώσω αυτή τήν κατάστασι;
- Πρόσεχε νά μή περιφρόνησης ποτέ κανέναν Αδελφό, τόν συμβούλευσε ό Όσιος. Νά μή κατακρΐνης καί κακολογής τόν πλησίον σου. Τότε θά σ' επισκίαση ή Χάρις τοΰ Θεοΰ καί θά συνηθΐσης νά βρΐσκης άνάπαυσι και γαλήνη στην ησυχία τοΰ κελλιοΰ σου.
***
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ πού βασανιζόταν συχνά άπό τόν δαίμονα της άκηδίας, έλεγε στον εαυτό του κάθε φορά πού εκείνος τοΰ ψιθύριζε νά κατεβαίνη στην πολιτεία καί νά συναναστρέφεται τους ανθρώπους:
— Γιατί χάνεις τήν υπομονή σου, άθλιε, καί ζητάς νά τρέχης άσκοπα εδώ κι’ έκεϊ; Άρκεΐ πού δέν είσαι ικανός γιά τίποτε• τουλάχιστον δόξαζε τόν Θεόν πού μένοντας εδώ δέ σκανδαλίζεις καί δέ στενοχωρείς τους συνανθρώπους σου. Ούτε σύ θλίβεσαι καί σκανδαλίζεσαι άπ' αυτούς. Άναλογΐσου τά κακά άπό τά όποια σ' έχει προφυλαγμένο ή άγαθότης τοΰ Θεοΰ. Δέν άργολογεΐς, δέν έρχονται στ' αυτιά σου ανώφελες κουβέντες, τά μάτια σου δέ βλέπουν βλαβερές εικόνες. "Ενα κακό σέ πολεμά, ή άκηδΐα. Άλλ' ό Κύριος σου είναι Παντοδύναμος και θά σέ λύτρωση άπό τήν αδυναμία σου και δέ θά έπιτρέψη ποτέ νά δοκιμάσης πιό μεγάλο πειρασμό άπό τή δυναμί σου.
Μ' αυτά τά λόγια ό Ερημίτης δίδασκε τόν εαυτό του κι’
αντιστεκόταν μέ πείσμα στις επιθέσεις τοΰ έχθροϋ, έως ότου ό Θεός βλέποντας την υπομονή του τόν απάλλαξε εντελώς άπό τήν άκηδία.
***
ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ του κάποτε ερώτησαν ένα μεγάλο Γέροντα πώς είχε κατορθώσει νά μή χάση ποτέ τήν υπομονή του, οΰτε στους πιό δυνατούς πειρασμούς.
- Κάθε ήμερα πού περνά, τέκνα μου, αποκρίθηκε εκείνος, περιμένω μέ βεβαιότητα τό θάνατο.
***
ΒΛΕΠΟΜΕ στό βίο τοΰ Όσιου Παχωμίου, τοΰ μεγάλου θεμελιωτοϋ τοΰ κοινοβιακού μοναχισμού, πώς ό ίδιος εξακολουθούσε νά εργάζεται καί νά συγκοπιάζη μέ τους άλλους αδελφούς, όταν πιά είχε πολύ γεράσει κι' ήτο άρρωστος. Κάποτε, ένώ θερίζανε τόν έπιασε ρίγος καί πυρετός. Οί μαθηταΐ του, γιά νά τόν ανακουφίσουν, τοΰ έφεραν ένα άχυρένιο στρώμα νά πλαγιάση. Ό Παχώμιος μάλλον ενοχλήθηκε άπό τήν παραμικρή εκείνη περιποίησι. Σέ λίγο φώναξε κοντά του τόν Θεόδωρον καί τοΰ είπε:
- Πάρε αυτό τό στρώμα άπ' έδώ καί φέρε μου τό ψαθί μου νά πλαγιάσω, όπως οί αδελφοί. Τί τάχα; Επειδή είμαι Προεστώς πρέπει νά επιτρέπω στον εαυτό μου ασυνήθιστες αναπαύσεις;
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΜΩΗΣ έκανε πολύ καιρό κατάκειτος άπό βασανιστική αρρώστια. Στό διάστημα αυτό δεν άφησε, οΰτε μιά φορά, τό βλέμμα του νά πέση στό διπλανό κελλί, όπου ό μαθητής του φύλαγε τά λίγα τρόφιμα πού οί αδελφοί τοϋ πήγαιναν άπό αγάπη. Όταν ό νέος τοΰ έφερε τό φαγητό, ό Γέροντας σφάλιζε τά μάτια γιά νά μήν ιδή τί ήτο. Έτσι προφύλαγε τόν εαυτό του άπό τή λαιμαργία. Ποτέ δέ ζήτησε
νά φάγη κάτι πού επιθυμούσε. Δεχόταν με μεγάλη εύχαρίστησι, ό,τι τοΰ έφερνε ό υποτακτικός του, ακόμη κι' εκείνα πού δέν τοϋ έκαμαν καμμία όρεξι νά δοκιμάση.
***
ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ κι' ό Άββας Λογγίνος κάποτε καί θαύμασαν οί αδελφοί τήν υπομονή του καί τόν τρόπο με τόν όποιο παιδαγωγοΰσε τόν εαυτό του.
- Βασανίσου καί πέθανε, Λογγϊνε, έλεγε, αλλά μή τολμήσης νά ζήτησης φαγητό πρίν από τήν ώρισμένη ώρα, γιατί δέ θά σοΰ δώσω νά φας όλη τήν ήμερα.
***
ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ πού ζοΰσε στην έρημο μέ υπερβολική σκληραγωγία, έγινε κάποτε Επίσκοπος. Επεχείρησε νά συνέχιση καί στον κόσμο τήν ϊδια ασκησι, μά στάθηκε αδύνατο νά τό κατορθώση.
- Μήπως γιά τό αξίωμα πήρες άπό μένα τή χάρι σου, Κύριε; έλεγε μέ δάκρυα στην προσευχή του.
Τότε ό Θεός τοϋ αποκάλυψε πώς τόν καιρό πού αγωνιζόταν μόνος στην έρημο, τοΰ έδινε μεγαλύτερη ενίσχυση γιά νά μή πέση σέ άκηδία. Στόν κόσμο πού είχε τήν παρηγοριά τών ανθρώπων τόν άφηνε νά παλεύη μόνος του.
***
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ Ερημίτης δοκιμαζότανε συχνά άπό βασανιστικές αρρώστιες. Κάποτε όμως πέρασε ένας χρόνος ολόκληρος, χωρίς οΰτε' μιά μέρα ν' άρρωστήση. "Αρχισε τότε νά θλίβεται ό Γέροντας καί νά λέη μέ δάκρυα στόν Κύριο:
— Γιατί μ' εγκατέλειψες, Θεέ μου, κι' έπαυσες νά μ' επισκέπτεσαι πιά τόν αμαρτωλό μέ τήν αρρώστια;
***
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΙΜΗΝ δίδει τήν ϊδια αξία στόν καλό ήσυχαστή, στόν υπομονετικό ασθενή καί σ' εκείνον πού υπηρετεί
τόν αδελφό του μέ άδολη καρδιά.
***
ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ κάποτε πολύ βαρειά ένας γέρος Ερημίτης. Δέν είχε κανένα νά τόν περιποιηθή. Μέ μεγάλη δυσκολία ετοίμαζε μόνος λίγο φαγητό, ευχαριστώντας τόν Θεό γιά τη δοκιμασία, πού τοΰ έστειλε. Όλόκληρος μήνας πέρασε και άνθρωπος δέ βρέθηκε νά χτυπήση τήν πόρτα του καί νά τόν ανακούφιση. Είδε όμως ό Θεός τήν υπομονή του κι' έστειλε θείο "Αγγελο νά τόν υπηρέτη. Στό μεταξύ οί αδελφοί θυμήθηκαν τό γέρο - Ερημίτη κι' επήγαν ώς τήν καλύβα του νά δουν τί κάνει. Μόλις χτύπησαν τήν πόρτα, άποτραβήχτηκε ό "Αγγελος. Ό Ερημίτης άπό μέσα φώναξε παρακαλεστικά:
— Γιά τήν αγάπη του Θεοϋ φύγετε, αδελφοί μου.
Εκείνοι όμως άνοιξαν διά της βίας και τόν ερωτούσαν τι είχε πάθει καί φώναζε.
— Τριάντα μέρες βασανιζόμουν ολομόναχος και δέ σκέφθηκε κανείς νά έλθη νά μέ ιδή κι' ό Κύριος μου έστειλε
"Αγγελο νά μέ συντροφεύη. Τώρα ήλθατε σεις καί διώξατε τον "Αγγελο.
Καί καθώς έλεγε αυτά ό Γέροντας μέ γλυκύτητα έκοιμήθη.
***
ΑΝ ΣΟΥ συμβή ασθένεια σωματική, συμβουλεύει σοφός Γέρων, μή χάνης τήν υπομονή σου καί μή γογγύζης. "Αν είναι θέλημα Θεοϋ νά βασανίζεται τό σώμα σου, γιατί δυσανασχετείς; Εκείνος δέ φροντίζει γιά σένα; Μήπως μπορείς νά ζήσης στιγμή χωρίς τό θέλημα Του; Γίνου υπομονετικός καί προσεύχου νά σοΰ δίνη ό Θεός ό,τι είναι συμφέρον της ψυχής σου. Αυτό θέλει άπό σένα.
"Οταν στην αρρώστια σου οί Αδελφοί δείχνουν τήν αγάπη τους μέ δώρα, δέξου τα μ' ευγνωμοσύνη καί προσεύχου γι' αυτούς.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος ερώτησε κάποτε τόν Όσιο Αρσένιο γιατί οί περισσότεροι ευσεβείς καί ενάρετοι νά φεύγουν από τόν κόσμο μέ πολλές θλίψεις καί στερήσεις.
- Αί θλίψεις γιά κείνους πού τίς δέχονται μέ υπομονή, αποκρίθηκε ό Όσιος, είναι τό αλάτι πού προλαβαίνει τή σήψι της αμαρτίας καί κάνει τους ανθρώπους νά παρουσιάζωνται στον Ουρανό καθαροί.
***
ΑΠΟ ΤΟΝ Έλενουπόλεως Παλλάδιο μαθαίνουμε πολλά γιά τους σκληρούς αγώνας καί τήν υπεράνθρωπο υπομονή των Ασκητών κι' Ερημιτών της εποχής του. Οί διηγήσεις, του είναι ζωντανές, γιατί είδε μέ τά μάτια του και συνωμίλησε μέ όλους αυτούς τους Αγίους άνδρας, όταν περιώδευε τά Μοναστήρια καί τά ησυχαστήρια της Παλαιστίνης και της Αφρικής.
Ό Όσιος Μακάριος ό Άλεξανδρεύς ή πολιτικός, όπως είναι πιά πολύ γνωστός, γιά νά διακρίνεται από τόν Αιγύπτιο, έκανε πολλές και διάφορες ασκήσεις, γράφει ό Παλλάδιος. Όταν άκουγε γιά τους πνευματικούς αγώνας κάποιου Άσκητοΰ, έβαζε όλη του τή δύναμι νά τους μιμηθή αμέσως. Κατώρθωσε μάλιστα, μέ τόν υπερβολικό του ζήλο, νά τους ξεπεράση. Κάποτε έμαθε πώς οί Ταβεννησιώται δέν έτρωγαν μαγειρευμένο φαγητό όλη τήν Τεσσαρακοστή. "Εβαλε κι' αυτός όρο στον εαυτό του νά μή βάλη στό στόμα του μαγείρευμα επτά ολόκληρα χρόνια. "Ετρωγε μόνο λάχανα ωμά ή βρεγμένα όσπρια, αν τύχαινε νά βρή.
"Αλλοτε πάλι τοΰ είπαν πώς ένας Ερημίτης έτρωγε μόνο μισή λίτρα ψωμί τήν ήμερα. "Εκοψε ευθύς τό ξερό ψωμί του σέ μικρά κομματάκια, τά έβαλε σ' ένα σταμνί κι' έτρωγε τόσο μόνο, όσο χωρούσε ή χούφτα του.
— Συχνά ή πείνα μ' ανάγκαζε νά παραγεμίζω την παλάμη
μου, έλεγε άστιευόμενεος στους Αδελφούς, αλλά ό λαιμός του
σταμνιοϋ ήταν τόσο στενός πού αναγκαζόμουν νά τήν αδειάσω
αρκετά γιά νά μπορώ νά τήν τραβήξω έξω. Ό κακός τελώνης,
ή κοιλιά, βλέπετε, δέ μοϋ επέτρεπε τελεία ασιτία.
"Αλλη φορά επεχείρησε νά νικήση εντελώς τόν ΰπνο. Γιά νά τό κατορθώση έμεινε 20 μερόνυχτα στό ύπαιθρο, χωρίς νά βάλη καθόλου κάτω άπό στέγη τό κεφάλι του. Τήν ήμερα τόν πύρωνε ό φλογερός αφρικανικός ήλιος, τή δέ νύκτα τόν μούσκευε ή υγρασία.
— "Αν δεν πρόφταινα τήν τελευταία ημέρα νά μπω στό
κελλΐ μου, έλεγε αργότερα, θά έχανα τό λογικό μου, γιατί είχε
αρχίσει νά ξηραίνεται ό εγκέφαλος.
Όσο περνούσε άπό τό χέρι του νίκησε τόν ΰπνο. Ύστερα όμως υποχώρησε στην ανάγκη της φύσεως. Μιά μέρα πού καθόταν στό κελλί του τόν δάγκασε ένα μεγάλο κουνούπι. Πόνεσε τόσο πολύ πού τοϋ έδωσε μιά μέ τό χέρι του και τό σκότωσε. Μεταμελήθηκε όμως ευθύς γιά τήν εκδίκηση καί γιά νά τιμωρήση τόν εαυτό του πήγε στό έλος πού βρισκόταν πολύ βαθειά στην έρημο. Έμεινε έκεΐ έξι μήνες γιά νά τόν βασανίζουν τά κουνούπια, πού ήταν μεγάλα σάν σφήκες καί μέ τά κεντριά τους μπορούσαν νά τρυπήσουν δέρμα αγριόχοιρου. Όταν γύρισε πίσω στή σκήτη, μόνο άπό τή φωνή γνωριζόταν πώς ήταν ό Μακάριος. Τόσο είχε άλλοιωθή τό δέρμα του άπό τά τσιμπήματα των κοινουπιών.
Επειδή άκουγε συχνά πώς οι Ταβεννησιώται ζοΰσαν πολύ πνευματικό βίο, πήρε τήν άπόφασι νά τους έπισκεφθή καί νά ιδή μέ τά μάτια του. Φόρεσε κοσμικά ροΰχα, γιά νά μή τόν καταλάβουν, κι' άφοϋ έκανε δεκαπέντε ημερών δρόμο μέ τά πόδια, έφθασε στή Θηβαΐδα στό περιβόητο Κοινόβιο. Ζήτησε νά ίδή τόν Προεστώτα. Όταν τόν ώδήγησαν στον Παχώμιο τοϋ έβαλε μετάνοια καί τόν παρεκάλεσε νά τόν κράτηση στό Μοναστήρι γιά νά τόν κάνη καλόγερο. Ό Παχώμιος τόν κύττάξε καλά - καλά με συγκατάβασι, αλλά δεν τοϋ απέκρυψε τίς σκέψεις τους.
— Έσύ, άνθρωπε του Θεοΰ, έχεις χάσει πιά τίς δυνάμεις
σου από τά γεράματα, τοϋ είπε. Πώς θά κατορθώσης νά σηκώσης τά  βάρη τής μοναχικής ζωής; Οί  Αδελφοί εδώ έχουν
έλθει άπό πολύ νέοι κι’ είναι πιά εξοικειωμένοι μέ τή σκληραγωγία. Σύ όμως είναι αδύνατον τώρα νά συνηθΐσης. Γρήγορα
θά  κουραστής,  θά γυρίσης  στον κόσμο  καί  θ'  άρχίσης  νά
κακολογής τά Μοναστήρια καί τους Μοναχούς. Έτσι καί τήν
ψυχή σου θά βλάψης κι’ εκείνους πού θά σέ πιστέψουν.
Μ' αυτά καί μέ αλλά ακόμη ό Παχώμιος τοϋ έδωσε νά καταλάβη πώς έπρεπε νά φύγη καί νά τους άφήση ήσυχους. Ό Μακάριος όμως δεν έφυγε. Επτά ήμερόνυκτα έμεινε έξω άπό τήν αυλόπορτα τοϋ Μοναστηρίου, νηστικός και διψασμένος, ικετεύοντας νά τόν δεχθοΰν. Όταν τό έμαθε ό Παχώμιος, τόν φώναξε πάλι, γιά νά τοΰ έπαναλάβη τά ϊδια:
— Είσαι γέρος πιά, δε μπορείς τώρα νά γίνης καλόγερος.
— Κράτησε με, Άββά επέμενε νά παρακαλή ό Μακάριος,
κι’ αν δέ νηστεύω καί δεν έργάζωμαι, όπως οί άλλοι Αδελφοί,
πρόσταξε νά μέ διώξουν.
Μπροστά σέ τόση επιμονή ό Παχώμιος υπεχώρησε. Τόν κράτησε δοκιμαστικά καί τόν έστειλε μέ τους αρχαρίους.
Τήν εποχή εκείνη ζοΰσαν στό Κοινόβιο χίλιοι τετρακόσιοι περίπου Μοναχοί. Ησαν χωρισμένοι σέ τάγματα, σύμφωνα μέ τους κανονισμούς πού είχε βάλει ό ϊδιος ό Παχώμιος. Ή κυριώτερη άπασχόλησί τους ήτο ή προσευχή κι’ υστέρα τό εργόχειρο.
Μετά άπό λίγες εβδομάδες ήλθε ή Τεσσαρακοστή. Παρατήρησε τότε ό Άββας Μακάριος πώς οί Αδελφοί έκαναν διάφορες πνευματικές ασκήσεις. Οί πιό αρχάριοι έτρωγαν μία φορά τήν ήμερα, μετά τή δύσι τοΰ ηλίου. Οί πιό προοδευμένοι κάθε δύο ήμερες, οί τελειότεροι κάθε πέντε. Πολλοί αγρυπνούσαν όρθιοι ολόκληρη τή νύκτα καί τήν ήμερα κάθονταν στό
εργόχειρο. Καθένας, τέλος πάντων, αγωνιζόταν ανάλογα με τις σωματικές καί πνευματικές του δυνάμεις.
Ό "Οσιος Μακάριος έβρεξε κάμποσα φοινικόφυλλα καί τά ετοίμασε, όπως ήξερε. Στάθηκε κατόπιν σέ μιά παράμερη γωνιά της αυλής κι' άρχισε νά πλέκη ψαθί. Όλόκληρη τήν Τεσσαρακοστή δέν έβαλε ψωμί στό στόμα του, δέν ήπιε νερό, δέν κάθισε σέ σκαμνί, δέν πλάγιασε νά κοιμηθή. Άπό Κυριακή σέ Κυριακή μόνο έτρωγε πολύ λίγα ώμά λάχανα, γιά νά μήν τόν πειράζη ό δαίμονας της κενοδοξίας πώς τάχα νηστεύει. Μέ κανένα δέ μίλησε ούτε τήν παραμικρή κουβέντα. Στεκόταν μέ απόλυτη σιωπή, προσέχοντας μόνο στό πλέξιμο του καί δέν σταμάτησε οΰτε στιγμή ό νους του νά προσεύχεται.
Οί Ταβεννησιώται γρήγορα άντελήφθηκαν τήν αξιοθαύμαστη άσκησί του. Απόρησαν στην αρχή. Ύστερα ένοιωσαν ντροπή. Πώς ήτο δυνατόν ένας γέρος άνθρωπος καί χθεσινός ακόμη στή μοναχική ζωή νά τους έχη τόσο ξεπεράσει; Σκέφθηκαν, ξανασκέφθηκαν, δέν έβρισκαν λύσι και κατέφυγαν στον Ηγούμενο τους.
— Γιά νά μας ντροπιάσης, Άββα, μας έφερες εδώ αυτόν τόν άσαρκο άνθρωπο; τοΰ είπαν. Λοιπόν ή τόν διώχνεις άπό τό
Μοναστήρι ή όλοι μας φεύγομε καί σ' άφήνομε.
Σάν έμαθε ό Παχώμιος τήν άφθαστη πολιτεία του γέροντος, έμεινε κατάπληκτος. Κατάλαβε πώς κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ύπόθεσις και προσευχήθηκε στον Θεό νά τοΰ τό άποκαλύψη. Κι' ό Θεός τοΰ τό φανέρωσε. Τότε ό Παχώμιος κατενθουσιασμένος πήγε στή γωνία, πού έξακολουθοΰσε νά στέκεται ό Μακάριος, τόν πήρε άπό τό χέρι, τόν έφερε στην Εκκλησία κι' άφοΰ τόν αγκάλιασε καί τόν φίλησε, τοΰ είπε μέ θαυμασμό:
- "Ελα μή κρύβεσαι πιά, Καλόγερε! Δοξάζω τόν Θεόν πού
ξεπλήρωσε   κι'   αυτή   μου  τήν  επιθυμία,   νά  σέ   ιδώ  καί  νά
ωφεληθώ άπό τό παράδειγμα σου. Σοΰ χρεωστώ μεγάλη χάρι
γιατί ταπείνωσες και τά πνευματικά μου τέκνα, δείχνοντας τους
τί είναι πραγματική άσκησις. Άλλα αρκετά μας έδίδαξες. Μπορεϊς τώρα νά γυρίσης ικανοποιημένος στον τόπο σου. Μόνο μη παύσης νά προσεύχεσαι γιά μας.
"Ετσι ο Άββάς Μακάριος άφοΰ ευχήθηκε στον Παχώμιο και τή συνοδεία του γύρισε πίσω στό κελλί του.
Μοϋ εμπιστεύτηκε αυτός ό επίγειος άγγελος, συνεχίζει ό Παλλάδιος, ότι κάποτε επεχείρησε γιά πέντε συνεχείς ήμερες ν' άπομακρύνη εντελώς τό νοϋ του από τά εγκόσμια καί νά συλλογίζεται μόνο τόν Θεόν καί τά ουράνια. Γιά νά τό κατορθώση κλείστηκε στό κελλΐ του, κλείδωσε τήν εξώθυρα γιά νά μην τόν ενόχληση κανείς, στάθηκε σέ προσευχή μέ τά χέρια υψωμένα καί είπε στό λογισμό του:
- Ανέβα στον ουρανό καί απόλαυσε τά έκεϊ. Θά συνάντησης "Αγγέλους, Αρχαγγέλους καί όλες τις άνω δυνάμεις, τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί πάνω από όλα Αυτόν τόν Δημιουργόν καί Πλάστην Θεόν. Μή κατέβης άπ' αυτό τό ϋψος στά μάταια και φθαρτά.
Δύο ήμερες έμεινε ο νους του ασάλευτος στή θεία εκείνη θεωρία. Τόσο πολύ όμως έξώργισε τό διάβολο πού γιά νά τόν εμπόδιση νά συνέχιση, έβαλε φωτιά κι' έκαψε όλα τά πράγματα του κελλιοΰ του, ως καί τό ψαθί πού πατούσε. Έτσι αναγκάστηκε νά διακόψη τή θεωρία του ό Όσιος, όχι γιατί δείλιασε τή δαιμονική πυρκαγιά, αλλά γιά τόν κίνδυνο της ύψηλοφροσύνης.
***
ΕΝΑΣ ΠΑΑΙΟΣ Ασκητής από τό βουνό της Φέρμης πήγε μιά φορά στον Όσιο Μακάριο καί τοΰ εξομολογήθηκε τό λογισμό του:
— Εϊμαι πολύ στενοχωρημένος, 'Αββα.
- Γιατί, Αδελφέ;
"Εμαθα πώς κοντά στην πόλι ζή μιά Άσκήτρια πού εδώ και τριάντα τόσα χρόνια δέν τρώγει τίποτε άλλο από ωμά λάχανα κι' αυτά μόνο Σάββατο και Κυριακή. Λέγει ακόμη κάθε μέρα επτακόσιες προσευχές. Σάν τ' άκουσα, 'Αββα, έπεσα
σε άπόγνωσι. Σκέφτηκα πώς εγώ πού έχω πιό μεγάλη σωματική αντοχή από μιά γυναίκα, δεν μπορώ ούτε τόσο νά νηστεύω οϋτε πιό πολλές άπό τριακόσιες ευχές νά ειπώ.
— Έγώ, Αδελφέ, τοΰ είπε τότε ό διακριτικώτατος Γέροντας, είμαι εξήντα χρόνια στην έρημο καί κάνω μόνο εκατό προσευχές τήν ήμερα, όπως έχουν διορίσει οί Πατέρες. Εργάζομαι τό εργόχειρο μου γιά νά βγάζω τό ψωμί μου, προσπαθώ νά ωφελώ καί τους Αδελφούς πού έρχονται ως έδώ γιά νά μέ συμβουλευτούν. Αυτά τά λίγα κάνω καί ή συνεΐδησίς μου δέ μ' ελέγχει ότι είμαι αμελής. Έσύ όμως πού μέ τις τριακόσιες ελέγχεσαι, πρόσεχε μήπως δέν τίς κάνεις, όπως πρέπει. "Ας μή σ' ενδιαφέρει τόσο ή ποσότης της προσευχής, όσο ή ποιότης της.
***
ΕΛΕΓΕ ό Μαθητής τοϋ Άββά Δωροθέου, γιά τόν Γέροντα του, πώς ζοΰσε μέ υπερβολική σκληραγωγία. "Ολη μέρα μάζευε πέτρες στον ήλιο κι' έκτιζε κελλιά γιά τους Μοναχούς πού δέν μπορούσαν νά φτιάξουν μόνοι τους.
— Σκοτώνεις τό σώμα σου, Άββα, τοϋ έλεγε συχνά στενοχωρημένος ό υποτακτικός του.
— "Αν δέν τό σκοτώσω έγώ, θά προλάβη εκείνο νά με σκοτώση, απαντούσε ό αγαθός Γέροντας.
"Ετρωγε υστέρα άπό τήν δύσι τοΰ ηλίου λίγο ψωμί καί ωμά λάχανα καί έπινε μόνο ένα μικρό ποτήρι νερό. Τίς νύχτες προσευχόταν κι' έπλεκε ψαθί, γιά νά συντηρή τόν εαυτό του. Ελάχιστος ΰπνος, καθισμένος στό σκαμνί, τοΰ άρκοΰσε γιά ξεκούρασι. Πολλές φορές, καθώς έτρωγε, τοΰ έπεφτε τό ψωμί άπό τό στόμα άπό τήν υπερβολική νύστα.
Κάποτε πού αρρώστησε άπό τή μεγάλη σκληραγωγία, ό υποτακτικός του τόν παρακαλοΰσε νά πλαγιάση λίγο στό ψαθΐ.
— "Αν  πείσης   τους   Αγγέλους   νά  κοιμηθοΰν,   τότε  θά
πείσης καί τόν Δωρόθεο, τοΰ άπαντοΰσε.
***
     Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, διηγείται ό μαθητής του Άββάς Δανιήλ, προσκάλεσε μία βραδυά στό κελλί του δύο γείτονας του Έρημίτας, τόν Άββα Ζωΐλο καί τόν Άββα Αλέξανδρο και τους είπε, θέλοντας νά ταπείνωση τόν εαυτό του:
— Επειδή οί δαίμονες μέ ρίχνουν πολύ στον ΰπνο, άγρυπνήστε   μαζί   μου  αυτή   τή   νύκτα,   γιά  νά  μου  είπήτε  πόσο
κοιμούμαι.
Κάθισαν οί δύο Γέροντες όλη τή νύκτα ό ένας δεξιά καί ό άλλος αριστερά του. Δεν μιλούσαν καθόλου, μόνο προσηύχοντο   καί πρόσεχαν.
- Έμεΐς  κοιμηθήκαμε  λίγο,  ώμολογοϋσαν  αργότερα,  ό
Αρσένιος καθόλου. Τά ξημερώματα μόνο τόν είδαμε νά παίρνη
μιά  βαθειά αναπνοή  καί νά λέγη,  καθώς σηκώθηκε από τό
σκαμνί του ναι, ένύσταξα.
Τόσο είχε έπιβληθή στον ϋπνο ό Όσιος, πού έκοιμάτο μόνον όταν καί όσο ήθελε.
— "Ελα, κακέ δοΰλε, έλεγε, όταν ήθελε νά κοιμηθή κι'
έπαιρνε λίγο ϋπνο καθισμένος στό σκαμνί του.
- "Αν ό μοναχός είναι αγωνιστής, συνήθιζε νά λέγη, του
φθάνει μιας ώρας ύπνος τό εικοσιτετράωρο.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Βησσαρίων, λέγουν όσοι είχαν τήν τύχη νά τόν γνωρίζουν, πέρασε τή ζωή του ελεύθερος από μέριμνες, σάν τά πουλιά τ' ουρανού. Δικό του πράγμα δέν είχε, οΰτε τά απολύτως αναγκαία, βιβλίο λόγου χάρι ή δεύτερο ροΰχο. Εκείνο πού φορούσε ήταν τόσο παλιό, πού κι' ό τελευταίος ζητιάνος δέν καταδεχόταν νά τό πάρη. Καλύβα δέν απέκτησε ποτέ, οΰτε έμενε κάτω άπό στέγη. Γύριζε μέσα στίς έμημιές δαρμένος από τό κρύο ή τήν ζέστη. "Αν ό δρόμος του τόν έφερνε έξω άπό κανένα ησυχαστήριο ή Κοινόβιο, καθόταν στην αυλόπορτα κι' έκλαιγε σάν νά τόν είχαν περιμαζέψει άπό κανένα ναυάγιο.
— Γιατί θλίβεσαι έτσι, αδελφέ; ρωτούσαν όσοι δέν τόν ήξευραν ακόμη.
— Γιά τόν πλούτο πού έχασα καί τήν πρώτη ευγένεια καί
δόξα, ήταν ή συνηθισμένη του άπάντησι.
Αδύνατον νά τόν πείσουν νά μπή μέσα νά φιλοξενηθή. Οί αδελφοί του πήγαιναν λίγο φαγητό έκεΐ έξω πού καθόταν.
— Φάγε τώρα κι' έχε τήν ελπίδα σου στό Θεό. Εκείνος θά
σοϋ δώση πίσω αυτά πού έχασες, τόν παρηγορούσαν, πιστεύοντας πώς αληθινά ήτο ναυαγός.
— Δέν είμαι άξιος νά τ' αποκτήσω, στέναζε ό μακάριος
Βησσαρίων. Άλλ' όσο ζω δέ θά πάψω νά τ' αναζητώ.
Τότε καταλάβαιναν πώς τους έλεγε γιά τά ουράνια αγαθά.
Διηγούνται ακόμη γι' αυτόν πώς στάθηκε κάποτε όρθιος σαράντα ήμερόνυκτα πάνω σ' ένα σωρό ξύλα, γιά νά νικήση τόν ύπνο. Δέν είχε πλαγιάσει ποτέ νά κοιμηθή. Του άρκοϋσε νά κοιμηθή λίγο όρθιος ή καθιστός πάνω σέ μιά πέτρα.
***
Ο ΔΡΟΜΟΣ του έφερε κάποτε ένα κυνηγό πάνω στό βουνό τοΰ Μεγάλου Αντωνίου. Μέ κατάπληξι είδε τόν ξακουστό Ερημίτη νά παίζη μέ τους μαθητάς του. Στάθηκε σαστισμένος καί τους παρατηρούσε. Ό Όσιος, πού κατάλαβε τήν αιτία τής απορίας του, τοϋ είπε:
— Κυνηγέ μου, γιά τέντωσε τό τόξο σου.
Ό κυνηγός ύπήκουσε στην προσταγή τοΰ Γέροντος.
— Τέντωσε ακόμη.
Εκείνος τό έφερε στό πιό τεταμένο σημείο.
— Ακόμη λίγο, επέμενε ό "Οσιος.
— Δέ γίνεται, Άββά. Λίγο θέλει νά σπάση.
— Τό ϊδιο γίνεται μέ μας τους Άσκητάς, εξήγησε τότε ό σοφός Πατήρ. "Αν βιάσωμε τους εαυτούς μας νά περάσωμε τά
όρια τής ψυχικής καί σωματικής μας αντοχής,  κυριολεκτικά θά συντριβούμε. Γι' αυτό κάνομε κάποια συγκατάβασι.
 ΠΗΓΕ μιά μέρα νά ιδή τόν Όσιο Ποιμένα ό φίλος του
Άββας Ιωσήφ και τόν βρήκε μέ τά πόδια στό νερό γιά λίγη ξεκούρασι, ύστερα από ήμερων ορθοστασία. Του φάνηκε παράξενο γιά ένα τόσο αυστηρό ασκητή.
- Πώς κατώρθωσαν μερικοί νά μεταχειρίζονται τό σώμα
τους μέ σκληρότητα; τόν ρώτησε.
- Έμεΐς, Αδελφέ, τοϋ αποκρίθηκε ό διακριτικός Γέρων,
δεν έμάθαμε νά είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Νετράς, παλιός μαθητής τοΰ Όσιου Σιλουανοϋ, λέγουν πώς ήτο πολύ συγκαταβατικός στον εαυτό του, όταν άσκήτευε στό ορός Σινά, κι' απόφευγε τίς υπερβολές. Σάν έγινε όμως Επίσκοπος στή Φαράν, περνούσε μέ πολλή σκληραγωγΐα. Ό υποτακτικός του παραξενεύτηκε κι' έτόλμησε κάποτε νά τόν ρωτήση:
- Γιατί, Άββά, δέν έκανες αυτές τίς ασκήσεις,, τότε πού
είμεθα στό όρος;
- Έκεΐ ήτο έρημος, τέκνον μου, καί ησυχία και πτώχεια
κι' έδινα κάποια άνεσι στό σαρκίον γιά νά μήν άρρωστήση κι'
αναγκάζομαι νά ζητώ εκείνα πού δέν θά ήτο εύκολο νά βρω,
αποκρίθηκε  ό   σοφός  Γέρων.  Στήν  πολιτεία  όμως,  καί  πιό
πολλές αφορμές αμαρτίας έχομε, ώστε νά είναι απαραίτητη ή
σκληραγωγία, καί ανθρώπους νά μέ περιποιηθούν, σέ περίπτωσι
ασθενείας έχω. Έδώ πρέπει ν' άγωνίζωμαι περισσότερο γιά νά
μή χάσω τόν Μοναχό και μείνει μόνον ό Επίσκοπος.
***
ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ό μοναχός πού υπομένει κόπους καί δοκιμασίες ευχαριστώντας τόν Θεό, συνήθιζε νά λέγη ό Άββάς Κόπρις.
Κάποτε αρρώστησε ό ϊδιος πολύ βαρειά καί κατέπληξε τους αδελφούς μέ τήν αξιοθαύμαστη υπομονή του. Ούτε μιά φορά δέ ζήτησε νά τοΰ γίνη ή παραμικρή επιθυμία κι' ή προσευχή δέν έλειψε οϋτε στιγμή από τά χείλη του.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν άπό ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι' έλεγε κατακρίνοντας τόν εαυτό του:
— Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θά χάσω τήν ψυχή μου.
Αγωνιζόταν σκληρά. Τοϋ κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν'
απαλλαγή. Στό τέλος κάμφθηκε ή άντίστασΐς του. "Επεσε σ' άπόγνωσι.
— "Εχασα πιά τήν ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί νά μένω
άσκοπα στην έρημο; "Ας γυρίσω στον κόσμο.
"Ετσι πήρε τό δρόμο γιά τήν πολιτεία. Μά καθώς περπατούσε μέ βαρειά καρδιά, ακούσε πίσω του φωνή:
— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι πού
εννιά χρόνια μέ τήν υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω νά το άποτελειώσης.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στή θλιμμένη καρδιά τοϋ Άδελφοΰ. Μέ σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε τό δρόμο γιά τήν έρημο. Μά κι' ό Αγαθός Θεός αφάνισε τό λογισμό του.
***
ΑΝ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ τοΰ Θεοϋ μας ανέχεται, όταν δουλεύωμε στην αμαρτία, έλεγε ένας σοφός Γέροντας, πόσο μάλλον ή εύσπλαγχνία του θά μας δυναμώση, όταν άγωνιζώμεθα γιά τό καλό.
***
Ο ΘΕΟΣ δέν επιτρέπει, έλεγε ό Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι άπό τους παλαιοτέρους καί δέν κάνουν υπομονή.
***
ΕΝΑΣ ερημίτης έμενε σέ μιά καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά άπό τήν πηγή πού όλη ή σκήτη έπαιρνε νερό. "Ετσι ήταν αναγκασμένος νά κάνη πολύ συχνά όλη εκείνη τήν πεζοπορία. Μιά μέρα, πού ή ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε τήν υπομονή του.
— Είναι τάχα ανάγκη νά κοπιάζω τόσο; είπε μέ τό λογισμό του. Δεν έρχομαι νά κατοικήσω πιό κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον νά βαδίζη πίσω του. Γύρισε καί είδε ένα νέο άστραπόμορφο.
— Ποιος είσαι εσύ; τόν ρώτησε μέ θαυμασμό καί απορία.
— Απεσταλμένος τοΰ Κυρίου νά μετρώ τά βήματα πού
κάνεις  γιά νά  σοΰ  δοθή  ακέραιος  της υπομονής ό  μισθός,
αποκρίθηκε εκείνος κι’ έγινε άφαντος.
Τόση δύναμι έδωσαν στον ερημίτη μας τά λόγια του Αγγέλου πού όχι μόνον κοντά στην πηγή δεν πήγε νά κατοίκηση, μά άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, γιά νά βαδίζη άλλα τόσα μίλια.
***
ΕΛΕΓΑΝ καί γιά τόν Άββά Χαιρήμονα πώς ή σπηλιά πού άσκήτευε απείχε σαράντα μίλια άπό τήν Εκκλησία τής σκήτης κι' άλλα τόσα περίπου άπό τό ποτάμι πού έπαιρναν οί αδελφοί νερό. Ακόμη καί τό έλος άπ' όπου προμηθευόταν χόρτο γιά τό ψαθί του ήταν δώδεκα μίλια μακριά. Ό Γέροντας όμως δεν άπέκαμε ποτέ νά κάνη συχνά όλη αυτή τήν όδοιπορία γιά νά παίρνη εκείνα πού τοΰ ήταν απολύτως απαραίτητα. Κι’ άπό τήν Εκκλησία δέν έλειψε καμμιά Κυριακή, ούτε χειμώνα, οΰτε καλοκαίρι.

 


ΤΑΦΗ Η ΚΑΥΣΗ;

Περισσότερα >>

Ταφή η καύση των νεκρών;

Περισσότερα >>